Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Thoughts. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Thoughts. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Τετάρτη 2 Σεπτεμβρίου 2020
Πέμπτη 14 Μαΐου 2020
Ιδρυματοποίηση και Ψυχική Ασθένεια
Οι
ψυχικές ασθένειες συναντώνται και αναγνωρίζονται σε διάφορους πολιτισμούς, με
την ιστορία της αντιμετώπισής τους να χάνεται στην αρχαιότητα. Αρχικά, τόσο τα
αίτια όσο και η αντιμετώπιση σχετίζονταν με θρησκευτικές πεποιθήσεις. Στην
πορεία, και σταδιακά, εξερευνάται η ιατρική αιτιότητα, και ξεκινούν οι πρώτες
συστηματικές προσπάθειες για διαχείριση του ψυχικά ασθενούς. Από τον 17ο
και 18ο αιώνα δημιουργήθηκαν τα ‘άσυλα’- μία πρώιμη μορφή των
ψυχιατρικών δομών, τα οποία χαρακτηρίζονται από απάνθρωπες και υπερβολικές
μεθόδους περιορισμού και αντιμετώπισης των ασθενών. Ο ψυχικά ασθενής θεωρούνται
κίνδυνος για τον εαυτό και την κοινωνία, χωρίς ελπίδα βελτίωσης, έτσι σκοπός
ήταν η απομάκρυνσή του από το σύνολο. Σταδιακά τα άσυλα υιοθέτησαν ανθρωπιστική
νοοτροπία, και εξευγένισαν τις μεθόδους τους, παράλληλα με εξέλιξη της ιατρικής
και ψυχολογικής υποστήριξης. Βέβαια, η πιθανότητα του χρόνιου εγκλεισμού των
ασθενών παρέμεινε μεγάλη.
Στο
παρόν, και ιδιαίτερα τις τελευταίες δεκαετίες, οι ψυχιατρικές δομές είναι
ξεκάθαρα ανθρωπιστικές και προσφέρουν στοχευμένη θεραπεία. Παρά τις προσπάθειες
βέβαια, πολλοί ασθενείς παραμένουν έγκλειστοι για το μεγαλύτερο μέρος της ζωής
τους, χωρίς δυνατότητα απορρόφησης στο κοινωνικό σύνολο. Το γεγονός αυτό
εγείρει ερωτήματα γύρω από την αποτελεσματικότητα των προσφερόμενων θεραπειών
και δομών: είναι ακόμα σκοπός η απομάκρυνση του ατόμου από την κοινωνία ή η
θεραπεία και επαναφορά;
Οι
λόγοι για τους οποίους ένα άτομο μπορεί να μετατραπεί σε χρόνιο ένοικο δομής
είναι πολλοί, όπως το να βιώνει έντονη έκφανση της πάθησης, ή να μην υπάρχει
δυνατότητα- ή και επιθυμία- διαχείρισης από τον περίγυρο. Το αποτέλεσμα βέβαια
είναι το ίδιο: η πραγματικότητα του ατόμου περιορίζεται στο εσωτερικό της
δομής. Αυτό μπορεί να οδηγήσει στην ιδρυματοποίηση του ασθενούς, δηλαδή την
εξοικείωση του ατόμου με την ροή της δομής και την ζωή σε αυτή σε τέτοιο βαθμό
που να αδυνατεί να ζήσει εκτός αυτής.
Η
ιδρυματοποίηση έχει διάφορες εκφάνσεις. Το άτομο παύει να ασχολείται με
καθημερινές υποχρεώσεις (όπως την δημιουργία γευμάτων, την τακτοποίηση του
χώρου ή την οικονομική διαχείριση), γεγονός που μειώνει την λειτουργικότητά
του. Έτσι μαθαίνει να εξαρτάται από την δομή και το πρόγραμμα αυτής. Κατ’
επέκταση, η καθημερινότητα μετατρέπεται σε ρουτίνα, με τις περισσότερες ώρες
της ημέρας να περνούν στην απραξία, κάτι που έχει αρνητικό αντίκτυπο στο άτομο
τόσο γνωστικά, όσο και συναισθηματικά. Με τον καιρό, η ιδρυματοποίηση αφήνει το
στίγμα της στον ίδιο τον χαρακτήρα και τον πυρήνα του εαυτού του ατόμου, του
οποίου η ταυτότητα περιορίζεται στην έννοια του ‘ασθενή’. Στην περίπτωση που το
άτομο έχει αποδεχθεί την χρονιότητα του εγκλεισμού, χάνεται η ελπίδα, μα και η
προσπάθεια ουσιαστικής διαχείρισης των συμπτωμάτων- τόσο από το άτομο, όσο και
από τους επαγγελματίες υγείας, που επιλέγουν (συνειδητά και ασυνείδητα) να
εστιάσουν σε περιστατικά βραχείας νοσηλείας. Αντίθετα, εάν το άτομο επιθυμεί
και ελπίζει στην έξοδό του, βιώνει μία επαναλαμβανόμενη ματαίωση. Όλα αυτά
ενισχύουν (και ενισχύονται) από την συμπτωματολογία της εκάστοτε πάθησης,
μειώνοντας δραματικά την λειτουργικότητα του ατόμου, την ποιότητα ζωής του, μα
και την επιθυμία του για ζωή.
Αξίζει
να σημειωθεί πως ο χρόνιος εγκλεισμός ατόμων σε δομές δεν επηρεάζει
αποκλειστικά τα ίδια τα άτομα. Η ιδρυματοποίηση μπορεί να αντηχεί αρνητικά και
στους υπόλοιπους (πιο λειτουργικούς) ασθενείς του πλαισίου, υπονομεύοντας την
πρόοδό τους, εξαιτίας της διαρκούς συναναστροφής με ή χωρίς δομή (δηλαδή είτε
στις ‘ελεύθερες ώρες’ των ατόμων, είτε σε ομαδικές δραστηριότητες, όπως φαγητό,
ή ψυχοθεραπεία). Έτσι το πλαίσιο αποκτά έναν χαρακτήρα αρνητικό, που παρά τις
προσπάθειες οδηγεί σε κακή ποιότητα ζωής (των ασθενών, μα και των εργαζομένων).
Επιπλέον, το κόστος παραμονής του ατόμου στην δομή είναι μεγάλο, τόσο για
ιδιώτες όσο και για το κράτος, κάτι που αναγκαστικά υποβαθμίζει τις
προσφερόμενες υπηρεσίες και την ποιότητά τους.
Πάνω
από όλα, τόσο ως επαγγελματίες ψυχικής υγείας, όσο και ως κοινωνικό σύνολο,
αξίζει να αξιολογήσουμε τον σκοπό των ψυχιατρικών δομών, και την
αποτελεσματικότητά τους, και να παρατηρήσουμε τον οξύμωρο συνδυασμό προσφοράς
θεραπείας και έλλειψης στόχου βελτίωσης.
Παρόμοιες
παρατηρήσεις έγιναν τις προηγούμενες δεκαετίες στην Αγγλία, όπου αναγνωρίστηκε
η υπονόμευση της ψυχικής υγείας από τα ίδια τα ψυχιατρικά πλαίσια, εξαιτίας της
αυξημένης πιθανότητας χρόνιου εγκλεισμού των ατόμων. Οι προβληματισμοί αυτοί
οδήγησαν στην δημιουργία και διεξαγωγή σχεδίου ‘από- ιδρυματοποίησης’ των
ατόμων, και την εστίαση στην αντιμετώπιση της ψυχικής ασθένειας όχι από πλαίσιο
εγκλεισμού, μα από την κοινότητα. Έτσι γεννήθηκε η κοινοτική ψυχιατρική, η
οποία ναι μεν στηρίζει την παραμονή του ατόμου σε πλαίσιο όταν αυτό είναι
απαραίτητο, μα την περιορίζει χρονικά στο απολύτως απαραίτητο διάστημα (για
παράδειγμα μέχρι το πέρας της υποτροπής), μα προωθεί κυρίως ψυχοκοινωνικές
δομές εντός κοινότητας (θεραπευτικά για τους πάσχοντες και υποστηρικτικά για
τους συγγενείς τους). Η διαδικασία έχει υπάρξει πολύπλοκη και γεμάτη εμπόδια,
καθώς οι αλλαγές και οι απαιτήσεις αυτής ήταν και παραμένουν μεγάλες. Πάραυτα,
η αποτελεσματικότητα της κοινοτικής υποστήριξης είναι εμφανέστατη ερευνητικά
και κλινικά: οι πάσχοντες λαμβάνουν αποτελεσματική φαμρακευτική και ψυχολογική
θεραπεία, η οποία ενισχύεται από την ελπίδα επιστροφής στην ‘πραγματικότητα’
και την ίδια την επιστροφή, η οποία εκτυλίσσεται ομαλά, και με πολύπλευρη
παρακολούθηση και στήριξη (τόσο ψυχοκοινωνικά όσο και οικονομικά), του ατόμου
και του πλαισίου του, μειώνοντας τις πιθανότητες υποτροπής ή οξείας κρίσης.
Αξίζει να σημειωθεί πως η
από-ιδρυματοποίηση προωθεί παράλληλα και την μείωση του στίγματος γύρω από την
ψυχική ασθένεια, καθώς και την προώθηση της ψυχικής υγείας: ο ψυχικά ασθενείς,
ή εκείνος που έχει παραμείνει έγκλειστος σε δομή για κάποιο διάστημα δεν είναι
πλέον μία φιγούρα επικίνδυνη και τρομακτική, και η ψυχική ασθένεια
απομυθοποιείται. Αντιθέτως, αυτές οι πεποιθήσεις ενισχύονται μέσα από την
συναναστροφή με χρόνια έγκλειστους ασθενείς και τις δομές που τους περικλείουν.
Δείγματα παρόμοιων
προσπαθειών έχουν υπάρξει και σε αρκετές άλλες χώρες. Στην Ελλάδα γίνεται
προσπάθεια για την μείωση του χρόνου παραμονής στο πλαίσιο, μα η από-
ιδρυματοποίηση των ήδη χρόνιων ασθενών δεν αποτελεί στόχο.
Ας ελπίσουμε πως το
μέλλον επιφυλάσσει τάσεις εξέλιξης στον τομέα τόσο των κλειστών όσο και των
ανοιχτών δομών, με περισσότερο ή λιγότερο γρήγορους ρυθμούς.
Βιβλιογραφία
Chow,
W.,
S.,
Priebe,
S.,
(2013). Understanding
psychiatric institutionalization: a conceptual review, BMC Psychiatry, 13 (169)
Fakhoury, W.,
Priebe, S., (2007). Deinstitutionalization and reinstitutionalization: major
changes in the provision of mental healthcare, Psychiatry, 6 (8)
Killaspy, H.,
(2006). From the asylum to community care: learning from experience, British
Medical Bulletin, 79 (245-258)
Leff, J., Trieman,
N., (2002). Long- term outcome of long- stay psychiatric in-patients considered
unsuitable to live in the community, British Journal of Psychiatry, 181,
428-432
Leff, J., Trieman,
N., (1999). Long- stay patients discharged from psychiatric hospitals, British
Journal of Psychiatry, 576 (217-223)
*Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο online περιοδικό Ψυχογραφήματα
Τρίτη 17 Σεπτεμβρίου 2019
Είμαι Ακόμα Εγώ
'Είμαι Ακόμα Εγώ'
Ο Σεπτέμβρης είναι ο Παγκόσμιος μήνας αφιερωμένος στην άνοια. Έτσι το Ideas στοχεύει στην ενημέρωση και ευαισθητοποίηση, μα και την πρόληψη και κατάλληλη αντιμετώπιση μέσα από ένα σύνολο δράσεων: Δωρεάν Αξιολογήσεις Μνήμης, Δωρεάν Συνεδρίες Ψυχοεκπαίδευσης, Δημιουργική Συνεργασία με Καλλιτέχνες, και Ενημερωτικά Βίντεο.
Στο Ideas εστιάζουμε στην διατήρηση του εαυτού, με σκοπό την βελτίωση της ποιότητας ζωής των ατόμων με άνοια.
www.ideaspsychology.com
www.ideaspsychology.com
Τετάρτη 13 Μαρτίου 2019
Γνωστική Έκπτωση στην Ψυχική Ασθένεια: Αίτια και Αντιμετώπιση
Η ψυχική ασθένεια επηρεάζει το άτομο πολύπλευρα
ανεξάρτητα από τον βαθμό στον οποίο εκφράζεται, έτσι απαιτεί και πολύπλευρη
αντιμετώπιση.
Η
ψυχική νόσος εμφανίζεται αρχικά με αλλαγές στην δομή και λειτουργία του
εγκεφάλου, ανάλογα με την πάθηση και την έκφανση πάντα. Αυτές οι αλλαγές
οδηγούν σε διαφοροποιήσεις στους τομείς της αντίληψης, της σκέψης, του
συναισθήματος και της συμπεριφοράς.
Στον
τομέα της αντιμετώπισης το άτομο θα χρειαστεί ψυχιατρική παρακολούθηση. Είτε
χρειαστεί φαρμακοθεραπεία είτε όχι, είναι σημαντικό να υπάρχει σχέση με
ψυχίατρο, ώστε να παρακολουθείτε η πρόοδος των συμπτωμάτων και να αποφεύγεται η
υποτροπή. Βέβαια, όταν υπάρχει διαγνωσμένη ψυχική νόσος η χρήση της
φαρμακοθεραπείας (έστω σε μικρή δοσολογία) είναι συχνή, και απαραίτητη. Παράλληλα,
το άτομο θα χρειαστεί ψυχοθεραπεία, ώστε να υπάρχει διαρκής αντιμετώπιση των
δυσλειτουργιών που πηγάζουν από την συμπτωματολογία. Η ψυχοθεραπεία,
οποιασδήποτε προσέγγισης, θα εστιάσει στην διαχείριση των συμπτωμάτων νοητικά,
συναισθηματικά, ή συμπεριφοριστικά.
Βέβαια
η ψυχική νόσος έχει και μία ακόμα, λιγότερο γνωστή επιρροή στο άτομο- την
γνωστική επιρροή. Συχνά τα άτομα με ψυχιατρικές παθήσεις τείνουν να έχουν
μειωμένες γνωστικές λειτουργίες, όπως προσοχή, παρατηρητικότητα, γνωστική
ευλυγισία και ευελιξία. Ο βαθμός στον οποίο αυτό θα συμβαίνει εξαρτάται από την
πάθηση και την έκφανση- όμως τα περισσότερα άτομα το βιώνουν ως κατάσταση. Παράλληλα,
η φαρμακολογία, η οποία όπως προαναφέρθηκε είναι συχνά απαραίτητη, επηρεάζει
περισσότερο τις γνωστικές δεξιότητες, καθώς η χρόνια φαρμακευτική αγωγή μπορεί
να τις επιβραδύνει. Αυτό μεγιστοποιείται σε περιπτώσεις χρόνιων πασχόντων οι
οποίοι από την μία βιώνουν εντονότερες εκφάνσεις των συμπτωμάτων (άρα και των
γνωστικών ελλειμάτων) και από την άλλη χρειάζονται μεγαλύτερη ή συχνότερη
ποσότητα φαρμακολογίας. Τέλος, η γνωστική πτυχή επηρεάζεται περαιτέρω εξαιτίας
κοινωνικών παραγόντων: για παράδειγμα ένα άτομο με ψυχική πάθηση που λόγω αυτής
δεν εργάζεται συστηματικά θα έχει περισσότερη έκπτωση νοητικά.
Σε
όλες τις περιπτώσεις, η γνωστική πτυχή υπάρχει στην ψυχική ασθένεια, και συχνά
παραμελείτε στην αντιμετώπιση αυτής, καθώς δεν αποτελεί τον βασικό στόχο. Πως
μπορεί να αντιμετωπιστεί στην πράξη η γνωστική πτυχή σε άτομα με ψυχική
ασθένεια, και ιδιαίτερα σε χρόνιους πάσχοντες;
Αρχικά
βοηθούν δραστηριότητες που κινητοποιούν την σκέψη, όντας διασκεδαστικές
παράλληλα. Σε αυτές μπορεί να συμπεριληφθούν τα σταυρόλεξα (οποιασδήποτε
μορφής) ή το sudoku,
τα παζλ, τα επιτραπέζια (γνώσεων, στρατηγικής ή λεκτικά), το σκάκι- ακόμη και
το τάβλι. Βέβαια για να είναι αποτελεσματικά όλα αυτά καλό θα ήταν να γίνονται
σε συστηματική βάση- όχι απαραίτητα η ίδια δραστηριότητα κάθε φορά, μα
δραστηριότητα σε ‘πρόγραμμα’. Πλέον μπορεί να βοηθήσει την γνωστική
κινητοποίηση και η τεχνολογία: παιχνίδια μνήμης, προσοχής ή παρατηρητικότητας
είναι εύκολα διαθέσιμα σε κάθε υπολογιστή, κινητό ή tablet. Ας μην ξεχνάμε όμως και το βασικό-
το διάβασμα πάντα βοηθά (κατά προτίμηση βιβλία, μα και περιοδικά ή εφημερίδα).
Ότι δραστηριότητες και αν επιλέξει ο καθένας, το σημαντικό είναι να τις εκτελεί
συχνά και με συνοχή, και να μην ‘εγκαταλείπει’ εάν αρχίζουν να μοιάζουν πιο
δύσκολες.
Εάν
αναφερόμαστε σε λειτουργικό άτομο με ψυχική ασθένεια, η γνωστική διατήρηση
μπορεί να επιτευχθεί μέσα από την εκμάθηση νέων δεξιοτήτων. Αυτές μπορεί να
συμπεριλαμβάνουν οτιδήποτε αρέσει στο άτομο ή του φαίνεται ενδιαφέρον.
Παραδείγματα αποτελούν δραστηριότητες όπως εκμάθηση μίας ξένης γλώσσας, ενός
μουσικού οργάνου, ή μαγειρικής.
Εάν
αναφερόμαστε σε λιγότερο λειτουργικό άτομο η γνωστική κινητοποίηση μπορεί να
επιτευχθεί μέσα από ασκήσεις και δραστηριότητες νοητικής ενδυνάμωσης. Αυτές
μπορούν να εκτελούνται τόσο σε άτομα που ζουν ‘στο σπίτι’ όσο και σε άτομα που
διαμένουν σε κλινικό πλαίσιο. Στην πρώτη περίπτωση, υπάρχουν αρκετά βιβλία τα
οποία θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει το άτομο μόνο του ή με κάποιο κοντινό του
πρόσωπο. Στην δεύτερη περίπτωση, η γνωστική κινητοποίηση είναι ιδιαίτερα
απαραίτητη: τα άτομα που χαρακτηρίζονται ως ‘χρόνιοι’ διαμένοντες σε κλινικό
πλαίσιο τείνουν να παρουσιάζουν έντονα γνωστικά ελλείματα (λόγω της σοβαρότητας
της πάθησης, της αυξημένης δοσολογίας φαρμάκων, την συχνά αυξημένη ηλικία τους)
τα οποία γίνονται πιο εμφανή εξαιτίας της μονότονης καθημερινότητας που βιώνουν
στο πλαίσιο (παρά τις όποιες προσπάθειες αυτού για δραστηριότητες). Η γνωστική
πτυχή μπορεί να γίνει στόχος ομαδικών δραστηριοτήτων του πλαισίου (είτε
αναφερόμαστε σε ομαδική ψυχοθεραπεία είτε σε εργοθεραπεία ή κάτι παρόμοιο) και
να προγραμματιστεί σε συστηματική βάση. Οι ήδη υπάρχουσες δραστηριότητες
μπορούν να συμπεριλάβουν και μία γνωστική πτυχή είτε υπό την μορφή ασκήσεων
νοητικής ενδυνάμωσης (που θα βοηθήσουν γνωστικά μα μπορεί να μην κινήσουν
ιδιαίτερα το ενδιαφέρον) είτε μέσω ομαδικών παιχνιδιών. Αυτά μπορεί να είναι
λεκτικά (όπως κρεμάλα, ή μάντεψε ποιος), κιναισθητικά (όπως παιχνίδι με
μυρωδιές), ή διαδραστικά (όπως παντομίμα). Τέτοια παιχνίδια μπορούν τόσο να
εξασκήσουν το νου όσο και να χαρίσουν στιγμές κεφιού στην ομάδα (έχοντας πάντα
κατά νου πως όλοι είμαστε νικητές σε ένα παιχνίδι).
Συνολικά
η διατήρηση ενός ικανοποιητικού και λειτουργικού γνωστικού επιπέδου θα
επηρεαστεί και από τον ευρύτερο τρόπο ζωής του ατόμου, άρα κατ’ επέκταση μπορεί
να προωθηθεί μέσω αυτού. Ένα άτομο κοινωνικά (και εφόσον είναι δυνατό) και
εργασιακά ενεργό, με υγιή τρόπο ζωής (σωστό ύπνο και διατροφή, άσκηση), και
ενδιαφέροντα είναι πιο πιθανό να μην επηρεαστεί σε μεγάλο βαθμό γνωστικά από
την ψυχική του πάθηση.
Καταληκτικά,
ως επαγγελματίες ψυχικής υγείας οποιασδήποτε μορφής, καλό είναι να έχουμε κατά
νου την πιθανότητα γνωστικής έκπτωσης στην αλληλεπίδραση με άτομα με ψυχική
νόσο- έτσι ας αφήσουμε κατά μέρους τις πολύπλοκες εξηγήσεις καθώς μπορεί να δυσκολεύουν,
και ας εστιάσουμε και στο γνωστικό κομμάτι (όσο χρειάζεται στον καθένα), καθώς
κάτι τέτοιο μπορεί να προωθήσει και ευρύτερους θεραπευτικούς στόχους.
Βιβλιογραφία
Αμερικανική Ψυχιατρική Εταιρία, (2000).
Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο
Ψυχικών Διαταραχών, 4η έκδοση, Washington D.C,
Αμερικανική Ψυχιατρική Εταιρία
Σαραφίδου, Σ., (2018). Ιδέες: Δραστηριότητες για την Άνοια,
Αθήνα, Εκδόσεις Οσελότος.
Χριστοπούλου, Α., (2008). Εισαγωγή
στην Ψυχοπαθολογία του Ενήλικα, Αθήνα, Εκδόσεις Τόπος
Χαρτοκόλλης, Π., (1991). Εισαγωγή
στην Ψυχιατρική, Αθήνα, Εκδόσεις Θεμέλιο
Σημείωση: Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο online περιοδικό Ψυχογραφήματα στις 11/02/19
https://www.psychografimata.com/%CE%B3%CE%BD%CF%89%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CE%AD%CE%BA%CF%80%CF%84%CF%89%CF%83%CE%B7-%CF%83%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CF%88%CF%85%CF%87%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CE%B1%CF%83%CE%B8%CE%AD%CE%BD%CE%B5%CE%B9/
Δευτέρα 4 Φεβρουαρίου 2019
Θεραπευτική Στασιμότητα
Συνήθως αναζητάμε θεραπεία επειδή επιζητούμε την αλλαγή. Υπάρχει κάποιο
δυσλειτουργικό στοιχείο (στην ζωή ή την προσωπικότητα) το οποίο το άτομο
επιθυμεί να αλλάξει, μετατρέποντάς το σε λειτουργικό και αρμονικό. Με λίγα
λόγια, το άτομο επιθυμεί την βελτίωση, ότι και αν σημαίνει αυτό για τον καθένα.
Αυτό ισχύει τόσο για τον υγιή πληθυσμό, όσο και για άτομα με ψυχοπαθολογία.
Τι συμβαίνει όμως όταν
η φύση της νόσου είναι τέτοια που δεν επιτρέπει την δυνατότητα βελτίωσης?
Κάποιος μπορεί να πάσχει από κάποια πάθηση η οποία να μην επιδέχεται αλλαγή, να
μην μπορεί να μετριαστεί με φαρμακοθεραπεία και ψυχοθεραπεία. Τέτοια
παραδείγματα είναι αρκετά: εξελικτικές παθήσεις (όπως σύνδρομο Down), ή νευροεκφυλιστικές παθήσεις (όπως σκλήρυνση)
δεν είναι σπάνιες. Σε τέτοιες περιπτώσεις, τα συμπτώματα δεν μπορούν να
υποχωρίσουν, μόνο να αυξηθούν, μειώνοντας σταδιακά κι άλλο την λειτουργικότητα
του ατόμου. Σε αυτή την κατηγορία υπόκειται και η άνοια (όλων των τύπων), που παρουσιάζει
έντονα φθίνουσα πορεία.
Εάν δεν μπορεί να
επέλθει αλλαγή λοιπόν, τι μπορεί να γίνει? Σε τέτοιες περιπτώσεις προοδευτικών
παθήσεων του εγκεφάλου, αντί να αναζητούμε την μη- επιτεύξιμη αλλαγή, μπορούμε
να στοχεύσουμε στην Θεραπευτική Στασιμότητα.
Ζώντας με μια τέτοια
πάθηση σημαίνει πολλά για το άτομο. Μπορεί να έχει γνωστικά ελλείμματα,
συναισθηματική ένταση, πρακτικούς περιορισμούς. Έτσι, κάποια στιγμή είναι
πιθανό το άτομο να ξεκινήσει θεραπεία- είτε φαρμακοθεραπεία, είτε κάποιας
μορφής ψυχοθεραπεία*, ή και τα δύο, ανάλογα τις ανάγκες. Αυτό μπορεί να γίνει
σε οποιοδήποτε στάδιο προόδου της νόσου. Όταν
λοιπόν το άτομο ξεκινήσει θεραπεία σε κάποιο στάδιο θεραπεία, πρώτος στόχος
είναι η σταθεροποίηση και η άμεση διαχείριση. Η άμεση διαχείριση αναφέρεται σε
ζητήματα επείγοντα (για παράδειγμα επιθετικότητα και ξεσπάσματα θυμού). Κάτι
τέτοιο είναι πιθανό να γίνει με φαρμακοθεραπεία, όπως και στο καθαρά ψυχιατρικό
κομμάτι. Η σταθεροποίηση αναφέρεται στο να
διακοπεί η γρήγορη πρόοδος της νόσου, και αυτή να επιβραδυνθεί όσο το
δυνατόν περισσότερο, χωρίς να προξενήσει περαιτέρω ελλείμματα στο άτομο.
Στην πορεία, όταν το
άτομο δεν θα βρίσκεται σε καμιάς μορφής ένταση, και θα έχει συνηθίσει την
διαδικασία των θεραπειών, στόχος γίνεται η απόκτηση στασιμότητας. Οι
προσπάθειες εστιάζονται στο να καθυστερήσει η πορεία της νόσου, και να
διατηρηθεί για όσο το δυνατόν περισσότερο το υπάρχον επίπεδο λειτουργικότητας,
όποιο και αν είναι αυτό.
Στο σημείο αυτό, κάπου
κατά την διάρκεια της θεραπείας, συμβαίνει κάτι ανέλπιστο. Το άτομο μπορεί να
δείξει μια καλύτερη, μια βελτιωμένη εικόνα! Πιθανών να δείχνει πιο ήρεμο
συναισθηματικά, πιο συνεργάσιμο, πιο δεκτικό, μπορεί ακόμα και να φαίνεται
γνωστικά καλύτερα. Πως συμβαίνει κάτι τέτοιο?
Ουσιαστικά, αυτή η
‘βελτιωμένη εικόνα’ είναι πλασματική. Το άτομο δεν βελτιώθηκε πραγματικά, δεν
άλλαξε κάτι στην λειτουργία και δομή του εγκεφάλου του, και η πάθησή του
παραμένει προοδευτική και μη- αναστρέψιμη. Αυτό που έγινε είναι ότι το άτομο
συνήθισε!
Με την θεραπεία
(φαρμακοθεραπεία και/ ή ψυχοθεραπεία κάποιας μορφής) το άτομο αρχικά
σταθεροποιήθηκε και έπειτα μπήκε σε μια ροή. Συνειδητά ή ασυνείδητα, ‘έμαθε’
στο πρόγραμμά του, και στην καθημερινότητά του. Έτσι, μπορούμε να πούμε πως το
άτομο βίωσε την θεραπευτική αλλαγή επιτυγχάνοντας την θεραπευτική στασιμότητα.
Ο όρος Θεραπευτική
Στασιμότητα αναφέρεται στην επίτευξη της αλλαγής και βελτίωσης της
καθημερινότητας του ατόμου, μέσα από την επίτευξη της σταθεροποίησης και
επιβράδυνσης της νόσου. Η θεραπευτική στασιμότητα δεν υπονοεί πραγματική
βελτίωση ή διακοπή της νόσου. Είναι ένας ρεαλιστικός στόχος και ένα επιτεύξιμο
αποτέλεσμα που μπορεί να βελτιώσει όχι την πάθηση, μα την καθημερινότητα του
ατόμου.
Βιβιογραφία
Feltham, C., Horton, I.,
(2000). Οδηγός Συμβουλευτικής και Ψυχοθεραπείας, Αθήνα, Εκδόσεις Π. Ασημάκη
Gauthier, S., (2007).
Clinical Diagnosis and Management of Alzheimer’s Disease, UK, Informa
Healthcare
Parks, R., W., Wilson, R.,
S., Zec, R., F., (1993). Neuropsychology of Alzheimer’s Disease and Other Dementias,
Nnew York, Oxford University Press
Σημείωση: Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο online περιοδικό Ψυχογραφήματα.
Τρίτη 22 Ιανουαρίου 2019
Ψυχολογικά Συμπτώματα: Πότε Υποδηλώνουν Ψυχική Ασθένεια;
Ένα ψυχολογικό σύμπτωμα
είναι ένα αίσθημα, μία σκέψη ή μία κατάσταση την οποία μπορεί κανείς να βιώνει.
Όλοι μας έχουμε περάσει από άγχος, θλίψη, στρες, και όλοι μας έχουμε βιώσει
διάφορα ‘συμπτώματα΄. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως όλοι πάσχουμε από ψυχικές
ασθένειες. Τι διαχωρίζει όμως το σύμπτωμα από την ασθένεια; Τι σημαίνει ψυχική
ασθένεια;
Η ψυχική ασθένεια
μπορεί να οριστεί σε σχέση με την ψυχική υγεία. Μπορούμε να φανταστούμε τους
δύο όρους σαν ένα συνεχές (continuum): στην
μία άκρη του η απόλυτη ψυχική υγεία και ευεξία και στην άλλη η απόλυτη ψυχική
ασθένεια. Μπορούμε να φανταστούμε αυτό το συνεχές ως μία ευθεία γραμμή. Καθώς
κανείς (ή εστώ σχεδόν κανείς) δεν αγγίζει την απολυτότητα, οι περισσότεροι από
εμάς κυμμαινόμαστε στους ενδιάμεσους τόνους. Η ψυχική υγεία και ασθένεια λοιπόν
δεν είναι ‘άσπρο- μαύρο’ μα ενδιάμεσες αποχρώσεις του γκρι. Επίσης οι έννοιες
δεν είναι εντελώς σταθερές: για παράδειγμα, κάποιος που απολύεται από την
δουλειά του θα μετατοπιστεί στο συνεχές προς την πλευρά της ψυχικής ασθένειας
(εάν βιώσει θλίψη, απογοήτευση και αισθήματα κατάθλιψης), ενώ όταν ο ίδιος βρει
μία νέα δουλειά και έχει πολλές επαγγελματικές επιτυχίες θα μετατοπιστεί στο
συνεχές προς την ψυχική υγεία.
Οι μετατοπίσεις προς
την πλευρά της ψυχικής ασθένειας κάνουν την εμφάνισή τους ως συμπτώματα (ο
συνδυασμός των οποίων τελικά θα οδηγήσει σε νόσο). Όμως, εάν όλοι βιώνουμε κατά
καιρούς συμπτώματα, τι σημαίνει αυτό για την ψυχική μας υγεία; Πως διαχωρίζεται
το σύμπτωμα από την πάθηση;
Ένα σύμπτωμα από μόνο
του μπορεί να επηρεάζει το άτομο και την καθημερινότητά του. Αυτό όμως δεν
σημαίνει πως το άτομο δεν μπορεί να εργαστεί, να κοινωνικοποιηθεί, να
διασκεδάσει. Εάν ένα σύμπτωμα εμποδίζει το άτομο από όλα αυτά τότε μπορεί να
είναι δείγμα ψυχικής ασθένειας. Το κλειδί στην κατανόηση της βαρύτητας του
συμπτώματος είναι η ίδια η λειτουργικότητα του ατόμου! Για παράδειγμα ένα άτομο
που αγχώνεται με τον πολύ κόσμο βιώνει ένα σύμπτωμα, εάν όμως πάψει να βγαίνει
έξω ή πανικοβάλλεται όταν συναναστρέφεται με πολύ κόσμο, τότε κλίνει προς την
πλευρά της ψυχικής ασθένειας.
Αξίζει να σημειωθεί πως
η λειτουργικότητα σε εργασιακό και κοινωνικό επίπεδο αποτελεί και διαγνωστικό
κριτήριο του Διαγνωστικού και Στατιστικού Εργαλείου (DSM). Βάση αυτού, κάποιος μπορεί να διαγνωστεί με
ψυχική νόσο εάν τα συμπτώματα μειώνουν την εργασιακή και κοινωνική
λειτουργικότητα, και εάν αυτή η κατάσταση παρουσιάζει διαφορά από προηγούμενη.
Αυτό γιατί είναι
σημαντικό για εμάς; Ο καθένας από εμάς προσωπικά μπορεί να αναγνωρίζει σε ποιο
σημείο του συνεχούς βρίσκεται την εκάστοτε φάση της ζωής του. Ταυτόχρονα,
μπορεί κανείς να έχει κατά νου την δική του λειτουργικότα- όταν παρατηρεί ότι
αυτή μειώνεται τότε το σύμπτωμα αρχίζει να καταλαμβάνει μεγάλο μέρος στην
καθημερινότητα. Ένα ψυχολογικό σύμπτωμα δεν είναι κάτι το καθοριστικό ή το
απόλυτο. Υποδηλώνει μία δύσκολη φάση ζωής και υπονοεί πως μπορεί να υπάρξει
βελτίωση.
Έτσι η ύπαρξη ενός
συμπτώματος δεν πρέπει να μας τρομάζει ή να μας καθηλώνει. Ας αναγνωρίσουμε πως
το σύμπτωμα είναι ελεγχόμενο και διαχειρίσιμο και πως μπορούμε να βρούμε
διέξοδο. Ένα σύμπτωμα από μόνο του δεν σημαίνει πως το άτομο δεν είναι
λειτουργικό ή πως πάσχει από κάποια ψυχική νόσο. Στην περίπτωση ύπαρξης
συμπτώματος, βοηθά να διαχωρίζουμε αυτό από το άτομο: είναι διαφορετικό το να
πούμε ότι κάποιος βιώνει άγχος και άλλο το να τον χαρακτηρίσουμε ως αγχώδη, για
παράδειγμα. Το σύμπτωμα δεν μας καθορίζει απόλυτα!
Καλό είναι να
παρατηρούμε στον εαυτό μας και τα κοντινά μας πρόσωπα πιθανά συμπτώματα και
(κυρίως) την μείωση της λειτουργικότητας, και να αναζητούμε βοήθεια από το
περιβάλλον μας ή από ειδικούς ψυχικής υγείας.
Βιβλιογραφία
Αμερικανική Ψυχιατρική Εταιρία, (2000). Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο
Ψυχικών Διαταραχών, 4η έκδοση, Washington D.C,
Αμερικανική Ψυχιατρική Εταιρία
Χριστοπούλου, Α., (2008). Εισαγωγή
στην Ψυχοπαθολογία του Ενήλικα, Αθήνα, Εκδόσεις Τόπος
Χαρτοκόλλης, Π., (1991). Εισαγωγή
στην Ψυχιατρική, Αθήνα, Εκδόσεις Θεμέλιο
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στα Ψυχογραφήματα.
Τρίτη 8 Ιανουαρίου 2019
Q & A
Στείλτε τις ερωτήσεις σας μέσω mail ή σε σχόλιο και θα δοθεί απάντηση μέσω βίντεο!
Q & A Teen Version!
Δευτέρα 26 Νοεμβρίου 2018
Η Θεραπευτική Πτυχή της Τέχνης
Στην
ενασχόληση με οποιαδήποτε μορφή τέχνης,
οι περισσότεροι από εμάς τείνουμε να
εστιάζουμε στην καλλιτεχνική και
αισθητηική πτυχή της. Οι τέχνες όμως
έχουν και μία έντονα θεραπευτική πλευρά
για τον άνθρωπο, κάτι που αναγνωριζόταν
ήδη από πολλούς αρχαίους
πολιτισμούς.
Η
τέχνη, κάθε τέχνη, μπορεί να λειτουργήσει
θεραπευτικά με πολλούς τρόπους. Είναι
ένα μέσο μέσα από το οποίο διατηρείται
ζωντανή η εμπειρία και το βίωμα, καθώς
και η συναισθηματική χροιά αυτών. Για
την διατήριση μίας στιγμής έχει
δημιουργηθεί πολύ τέχνη. Από ιστορική
οπτική, η ίδια η ιστορία συγχονεύεται
με την ιστορία τέχνης, σμιλεύοντας
συνδυαστικά το περελθόν. Παρόμοια, η
προσωπική ιστορία ενός ανθρώπου, τόσο
σε ρεαλιστικό όσο και σε ψυχολογικό
επίπεδο, μπορεί να γίνει
αντιληπτή μέσα από τις καλλιτεχνικές
(συνειδητά και ασυνείδητα) δημιουργίες
του (όπως φωτογραφίες).
Έτσι
λοιπόν η τέχνη μετατρέπεται σε μέσο
επικοινωνίας της ίδιας της εμπειρίας
με άλλους. Μέσα από την αφηρημένη αίσθηση
που αφήνει κάθε μορφή τέχνης μπορεί να
επιτευχθεί ουσιαστική επικοινωνία του
μεγέθους και της σημασίας μίας εμπειρίας,
με την ικανότητα αποτύπωσης του εαυτού
στο έργο τόσο από τον δημιουργό όσο και
από τον θεατή, πολύ
περισσότερο από κάθε άλλο ‘συγκεκριμένο’
μέσο.
Με
αυτόν τον τρόπο μπορεί η τέχνη να
προωθήσει την ψυχολογική και πνευματική
ορίμανση, καθώς μας βοηθά να παρατηρήσουμε
διαφορές με άλλους, και να αλληλεπιδρούμε
με αυτούς μέσα από έναν ‘προστατευτικό
φακό’, εξερευνώντας την νέα οπτική
γωνία. Η αποδοχή της διαφορετικότητας
οδηγεί στην κατανόηση τόσο του άλλου
όσο και του εαυτού. Κάτι τέτοιο προωθεί
την δημιουργία νέων οδών επικοινωνίας,
και επιτρέπει στην δημιουργικότητα να
εκτυλιχθεί.
Η
επικοινωνία οπότε
μπορεί να είναι και εσωτερική καθώς οι
τέχνες προωθούν την ενδοσκόπηση και
τον εσωτερικό διάλογο. Μέσα από την
τέχνη μπορούμε να πάρουμε πληροφορίες
για τον ίδιο μας τον εαυτό καθώς αυτός
θα εκδηλώνεται αυθεντικός, και να
ανοίξουμε μία ‘συζήτηση’ μαζί του.
Επιπλέον κάθε τέχνη
αποτελεί δίοδο έκφρασης και εκδήλωσης
του εαυτού και πτυχών του, όπως σκέψεις,
συναισθήματα ή συμπεριφορές. Ο καθένας
μας μπορεί να βρει την ταιριαστή σε
εκείνον οδό και να ελευθερώσει συνειδητά
και ασυνείδητα το ‘είναι’ του. Κάποιος
δακρύζει με ένα ποίημα, άλλος γελά με
μία σάτιρα- και τα δύο μπορούν αντίστοιχα
να οδηγήσουν στην κάθαρση.
Τέλος,
κάθε μορφή τέχνης έχει μία εξιδανικευμένη
πτυχή, όπου παρουσιάζει μία κατάσταση
ή ακόμα και ένα συναίσθημα στην ιδανική
του εκδοχή, μακριά από τον ρεαλισμό.
Κάτι τέτοιο μπορεί να μοιάζει αταίριαστο
σε έναν κόσμο όπου ο ρεαλισμός είναι η
κυρίαρχη νοοτροπία και η ρεαλιστική
πτυχή της ζωής δείχνει το σκληρό της
πρόσωπο, όμως ίσως η εξιδανικευμένη
τέχνη να είναι ακριβώς αυτό που
χρειαζόμαστε! Η σχεδόν μυστηριακή
επίδραση που έχει επάνω μας κάθε λογής
τέχνη ξυπνά μέσα μας την ελπίδα μέσα
από την επαφή με το ιδανικό. Και
ίσως ετούτη η επαφή με το ιδανικό να
μπορεί να ξυπνήσει μέσα μας την επιθυμία
για αναζήτηση και πραγμάτωση αυτού στην
καθημερινότητα, προσδίδοντάς της ελπίδα
και χαρίζοντας χρώμα σε
μία πραγματικότητα κατά τα άλλα μουντή
και δύστροπη.
Ας
έχουμε κατά νου πως κάθε αλληλεπίδραση
με τέχνη κάθε μορφής μπορεί να
χαρακτηρίζεται από θεραπευτικό στοιχείο.
Η παρακολούθηση τέχνης, η δημιουργία
τέχνης και η ίδια η θεραπεία τέχνης
μπορούν να προωθήσουν την αυτογνωσία,
την έκφραση, την δημιουργικότητα, την
επικοινωνία, και πάνω από όλα, την ελπίδα
στην ζωή και στον άνθρωπο!
Κυριακή 18 Νοεμβρίου 2018
Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2018
Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2018
Θεραπευτική Σχέση στην Άνοια
Θεραπευτική
Σχέση στην Άνοια;
Η
άνοια είναι μια πολύπλοκη νόσος που
επηρεάζει το άτομο σε πολλά επίπεδα.
Συχνά, για την αντιμετώπισή της χρειάζεται
η εμπλοκή ψυχολόγου ή ψυχοθεραπευτή,
των οποίων ο σκοπός είναι η εκτέλεση
συνεδριών νοητικής ενδυνάμωσης (εξάσκησης
του μυαλού με ασκήσεις) για την επιβράδυνση
της προόδου της νόσου. Αυτού του τύπου
οι συνεδρίες διαφέρουν αρκετά από τις
τυπικές (λεκτικού τύπου) ψυχοθεραπευτικές
συνεδρίες, γεγονός που γεννά ερωτήματα:
υπάρχει ψυχοθεραπεία στην άνοια? Υπάρχει
θεραπευτική σχέση?
Η
συμβουλευτική και η ψυχοθεραπεία έχουν
οριστεί ως ‘μέθοδοι που βασίζονται
στην ακρόαση και την συζήτηση προκειμένου
να αντιμετωπίσει κανείς ψυχολογικά και
ψυχοσωματικά προβλήματα και αλλαγές
συμπεριλαμβανομένου του βαθύ και
παρατεταμένου ανθρώπινου πόνου,
περιστασιακών διλλημάτων, κρίσεων και
αναγκών εξέλιξης, καθώς και φιλοδοξίες
που στοχεύουν στην συνειδητοποίηση του
ανθρώπινου δυναμικού’, ή ‘το να μάθει
ένα άτομο να γίνεται πιο λογικό. Να
αντιληφθεί δηλαδή το λανθασμένο τρόπο
του σκέπτεσθαι, που ευθύνεται για τα
αυτοκαταστροφικά συναισθήματα που το
βασανίζουν, όσο και για την αναποτελεσματική
του συμπεριφορά. Να μάθει επίσης να
σκέπτεται, να συναισθάνεται και να
ενεργεί με τρόπο πιο υγιή και ορθολογικό’.
Από
τους ορισμούς γίνεται φανερό πως πολλά
κριτήρια της ψυχοθεραπείας όπως την
έχουμε συνηθίσει δεν μπορούν να
εφαρμοστούν σε θεραπεία ατόμων με άνοια.
Αυτό συμβαίνει κυρίως εξαιτίας των
συμπτωμάτων τους: τα διαρκώς αυξανόμενα
προβλήματα στην μνήμη δεν επιτρέπουν
στο άτομο να διατηρήσει ροή σκέψης, τόσο
για την διάρκεια της συνεδρίας, όσο και
για την γενικότερη αντίληψή του. Το
άτομο μπορεί να ξεχνά και τον ίδιο τον
θεραπευτή, ο οποίος ίσως πρέπει να
συστήνεται ξανά και ξανά. Επίσης το
άτομο μπορεί να μην θυμάται: ότι έχει
ζήτημα στην μνήμη (ή σε άλλους τομείς),
το τι τον/ την προβληματίζει σε γενικότερο
επίπεδο, τα γεγονότα που του συμβαίνουν,
τι έκανε πριν μία ώρα, κλπ. Αυτά εμποδίζουν
την ‘ακρόαση και συζήτηση’, και το ‘να
μάθει κανείς να σκέπτεται’- εν συνόλω
εμποδίζουν την θεραπευτική διαδικασία
(ως μορφή συζήτησης και διαλόγου), και
την δυνατότητα θεραπευτικής αλλαγής
(ειδικά εφόσον τα συμπτώματα δεν μπορούν
να βελτιωθούν). Τέλος, και ιδιαίτερα
σημαντικό, είναι το κομμάτι της εχεμύθειας
της ψυχοθεραπείας το οποίο αίρεται στην
άνοια: συνήθως (αν όχι πάντα) το πλαίσιο,
οι συγγενείς- φροντιστές επικοινωνούν
με τον θεραπευτή, τον ενημερώνουν (άρα
και η λήψη ιστορικού δεν γίνεται από το
ίδιο το άτομο), και επίσης ζητούν και οι
ίδιοι να ενημερώνονται για την κατάσταση
του ατόμου, ενώ και το θεραπευτικό
συμβόλαιο γίνεται κυρίως με τους
φροντιστές. Αυτό συμβαίνει γιατί το
άτομο, ειδικά όσο προχωρά η νόσος, παύει
να είναι υπεύθυνο για τον εαυτό του και
οι συγγενείς αποκτούν την ‘κηδεμονία’
του.
Από
αυτά θα μπορούσε να καταλήξει κανείς
στο ότι όχι μόνο δεν μπορεί να υπάρξει
θεραπεία και θεραπευτική σχέση στην
άνοια, μα και δεν χρειάζεται κάτι τέτοιο.
Βέβαια, εάν μπορέσουμε να δούμε την
‘άλλη πλευρά του νομίσματος’, μπορούσαμε
δηλαδή να σκεφτούμε από την οπτική γωνία
του ατόμου, θα γινόταν εύκολα κατανοητό
πως κάτι τέτοιο δεν ισχύει.
Το
άτομο δεν μπορεί να κάνει τυπική λεκτικού
τύπου ψυχοθεραπεία, και όντως κάτι
τέτοιο δεν θα είχε απόλυτο νόημα, όμως
χρειάζεται στα σίγουρα κάποια από τα
στοιχεία αυτής, όπως την θεραπευτική
σχέση και την βασική δομή. Το σχετίζεσθε
που προσφέρει η θεραπευτική σχέση και
η συμμαχία μπορεί να χρειάζεται στο
άτομο, και μπορεί να το βοηθήσει.
Ας
παρατηρήσουμε λίγο την οπτική του
ατόμου. Αρχικά, ως (πιθανότατα) ηλικιωμένο,
βιώνει τις συναισθηματικές ιδιαιτερότητες
της ηλικίας: μπορεί να μην έχει
ενδιαφέροντα, να βιώνει θλίψη εξαιτίας
των χαμένων του λειτουργιών, μπορεί να
έχει βιώσει απώλεια κοντινών προσώπων,
μπορεί να επηρεάζεται συναισθηματικά
από τυχών σωματικά προβλήματα και
παθήσεις. Αυτά εντείνονται στα άτομα
με άνοια. Επιπλέον, το άτομο μπορεί να
είναι σε αρχικό στάδιο της νόσου, και
να αντιλαμβάνεται ότι ‘κάτι δεν πάει
καλά’, ή πως χάνει την μνήμη του σταδιακά,
κάτι που σίγουρα επηρεάζει έντονα
συναισθηματικά. Ταυτόχρονα, μπορεί να
μην υπάρχει η δυνατότητα να κάνει τις
δραστηριότητες που θέλει μόνο του, κάτι
που επίσης επηρεάζει. Τέλος, όπως όλοι
μας, μπορεί το άτομο απλά να έχει ανάγκη
να ‘τον/ την ακούσουν’, να μιλήσει και
να εκφράσει ότι τον/ την προβληματίζει,
και να δεχθεί συναισθηματική
υποστήριξη, ακόμα και αν αυτό μπορεί
να το έχει ξεχάσει λίγο αργότερα. Η
ανάγκη για να μοιραστεί κανείς, για να
πάρουν οι άλλοι στα σοβαρά τα λεγόμενά
του, και να μπορέσουν να τον ακούσουν
να εκφράζεται υπάρχει σε όλους τους
ανθρώπους, ανεξάρτητα από την νόσο!
Ακόμα και εάν κάποιος δεν μπορεί να
μιλήσει, μπορεί να χρειάζεται να εκφράσει
κάτι που αισθάνεται. Στο ψυχολογικό-
συναισθηματικό κομμάτι λοιπόν, οι
ανάγκες ενός ατόμου με άνοια είναι
κοντινές στο πλαίσιο της θεραπείας. Ο
θεραπευτής μπορεί είτε λεκτικά, είτε
με ένα ευγενικό βλέμμα και ένα ήρεμο
άγγιγμα στο χέρι να κάνει το άτομο να
αισθανθεί καλύτερα, ακριβώς όπως στην
κλασική ψυχοθεραπεία.
Ταυτόχρονα,
από άποψη διαδικασίας, άτομο και
θεραπευτής δημιουργούν μια συμμαχία
που στοχεύει στο να διατηρήσει και να
επιβραδύνει την κατάσταση του ατόμου.
Έτσι μοιράζονται έναν κοινό σκοπό και
ακολουθούν μια πορεία προς αυτόν (άμεσα
ή έμμεσα). Βέβαια, στην άνοια η θεραπευτική
αλλαγή είναι συνώνυμη με την θεραπευτική
στασιμότητα: στόχος είναι το άτομο να
μην χειροτερέψει- όσο πιο ‘δουλεμένος’
είναι όμως κανείς τόσο καλύτερα θα
είναι. Συγκεκριμένα, στην αρχή το άτομο
μπορεί να βιώνει συναισθηματική αστάθεια
και οι φροντιστές του να μην ξέρουν πως
να τον/ την διαχειριστούν- κάτι τέτοιο
μπορεί να αλλάξει στην πορεία, έτσι η
αλλαγή στην καθημερινότητα μπορεί να
επέλθει μέσω της σταθεροποίησης (κάτι
που θα παρουσιάσει και καλύτερη εικόνα).
Επίσης, με τον καιρό, το άτομο μπορεί να
αρχίσει να ανοίγεται στον θεραπευτή με
διάφορους τρόπους (να εκμυστηρεύεται,
να εκφράζεται πιο άνετα). Παρότι η
γνωστική απόδοση (και μια γενική
συναισθηματική εικόνα) καλό είναι να
δίνονται στους φροντιστές, το οτιδήποτε
προσωπικό ειπωθεί στα πλαίσια της
συνεδρίας πρέπει να μένει εμπιστευτικό
ανάμεσα στον θεραπευτή και το άτομο.
Συνοψίζοντας,
μπορούμε να πούμε πως δεν υπάρχει τυπική
θεραπεία στην άνοια, λόγω της φύσης των
συμπτωμάτων και της έλλειψης μνήμης,
και επειδή άλλοι είναι υπεύθυνοι για
το άτομο, άρα δεν υπάρχει απόλυτη
εχεμύθεια. Υπάρχει όμως η θεραπευτική
σχέση, που και στην περίπτωση της άνοιας
(όπως και σε όλες τις άλλες) αποτελεί το
σημαντικότερο εργαλείο θεραπείας! Το
άτομο έχει ανάγκη για έκφραση, για
διάδραση, ενώ μοιράζεται έναν κοινό
στόχο με τον θεραπευτή. Η θεραπευτική
σχέση μπορεί να βελτιώσει την καθημερινότητα
του ατόμου και του περιβάλλοντός του,
ακόμα και αν το ίδιο το άτομο δεν το
ανακαλεί καθ’ αυτά. Το άτομο ανεξάρτητα
από την πάθηση, έχει την ανάγκη για το
σχετίζεσθε, και ειδικά για το σχετίζεσθε
που είναι κατάλληλο για αυτό (καθώς ο
θεραπευτής θα αντιλαμβάνεται τις
ιδιαιτερότητες της νόσου, και θα πράττει
βάση των αναγκών που δημιουργούν αυτές).
Η
νόσος μπορεί να αλλάξει την ζωή του
ατόμου, δεν μπορεί να του στερήσει όμως
την ανθρωπιά του, και τα πυρηνικά στοιχεία
της ανθρώπινης φύσης του. Αυτό είναι
κάτι που οι επαγγελματίες ψυχικής υγείας
δεν πρέπει να ξεχνούν!
Βιβιογραφία
Γαλανουδάκη-
Ράπτη, Α., Κοσμίδου- Hardy,
Χ., 1996. Συμβουλευτική. Θεωρεία και
Πρακτική, Αθήνα, Εκδόσεις Ασημάκη
Braudy
Harris, P., Keady, J., 2009. Selfhood in younger onset dementia:
transitions and testimonies. Aging & Mental Health, 13
(3), 437-444
Feltham,
C., Horton, I.,
(2000). Οδηγός Συμβουλευτικής και
Ψυχοθεραπείας, Αθήνα, Εκδόσεις Π.
Ασημάκη
Gatz,
M., Kasl- Godley, J., 2000. Psychosocial interventions for
individuals with dementia: an integration of theory, therapy, and a
clinical understanding of dementia, Clinical Psychology Review,
20 (6), 755-782.
Σημείωση: Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο online περιοδικό Ψυχογραφήματα
https://www.psychografimata.com/%CE%B8%CE%B5%CF%81%CE%B1%CF%80%CE%B5%CF%85%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CF%83%CF%87%CE%AD%CF%83%CE%B7-%CF%83%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%AC%CE%BD%CE%BF%CE%B9%CE%B1/
Τρίτη 4 Σεπτεμβρίου 2018
Neurodegeneration and the Self: Implications for Therapy
Abstract
The
self is a highly abstract construct, challenging to assess through
research, especially in neurodegenerative disorders. Still, there is
a great need to understand whether the self persists in disorders
that affect the structure and function of the brain, since either
conclusion would have important implications for brain function, for
the theoretical approach to the self, and the experimental and
clinical focus on it. How can we assess the self in cases of
progressive neurodegeneration? Why is that important?
A
case study of a man with progressive multifocal encephalopathy, which
developed into dementia, is presented. Most roots of communication
(with others and with the environment) were influenced by the
condition, yet the self made its appearance through cognitions,
behaviors and emotional reactions. Using all aspects of the self as a
stimulus, the person was able to connect to his surroundings, and
develop a therapeutic alliance with the therapist, which was evident
through behavioral and emotional expressions. This, in turn, allowed
him to find meaning in the experience of living with a progressive
disorder and become more receptive and active in the process of the
treatment.
The
self is present even in states of high neurodegeneration, and it can
be targeted therapeuticaly in order to connect the person with the
‘here and now’. There is a great need for accurate assessment and
in- depth understanding of the subject, as well as for further
research in the field. The case study brings forth several
theoretical implications (concerning the self within a degenerating
brain), and has a variety clinical applications, while the need for a
psychosocial intervention in the progressed stages of dementia is
made apparent.
Acknowledgements
The
current case study had no conflicts of interest. I would like to
thank the primary caregiver of the person, who exhibited
understanding, struggled to offer the best, and supported the
presentation and publication of the case study, and the elderly care
unit where the person was staying, for providing an excellent
environment for the person and for the intervention.
References
Caddell,
L., S., Clare, L., (2011). Interventions supporting self and identity
in people with dementia: A systematic review, Aging & Mental
Health, 15 (7), 797-810
Clare,
L., Markova, I., S., Martyr, A., Morris, R., G., Nelis, S., M., Roth,
I., Whitaker, C., J., Woods, R., T., (2013). Self- concept in early
stage dementia: profile, course, correlates, predictors and
implications for life quality, Geriatric Psychiatry, 28,
494- 503
Kitwood,
T., (1990). The dialectics of dementia: With particular reference to
Alzheimer’s disease. Ageing
and Society, 10, 177- 196
Kitwood,
T., (1993). Towards a theory of dementia care: The interpersonal
process, Ageing and Society, 13, 51- 67
Leary,
M., Tangery, J., P., (2012). Handbook of Self and Identity,
New York, US, The Guilford Press
Lipinska,
D., (2009). Person- Centered Counselling for People with Dementia:
Making Sense of Self, London, UK, Jessica Kingsley Publishers
Millett,
S., (2011). Self and embodiment: A bio- phenomenological approach to
dementia, Dementia, 10 (4), 509-522
Parks,
R., W., Wilson, R., S., Zec, R., F., (1993). Neuropsychology of
Alzheimer’s Disease and Other Dementias, New York, US, Oxford
University Press
Sarafidou Sylva
Psychologist
Επιστημονικό άρθρο που εκδόθηκε στο International Journal of Current Research. Για να βρείτε ολόκληρο το άρθρο: http://www.journalcra.com/article/neurodegeneration-and-self-case-study-implications-therapy
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)