Η ιστορία μπορεί να διαβαστεί από άτομα με άνοια και τους φροντιστές τους. Μετά το τέλος της μπορούν να γίνουν ερωτήσεις ανάκλησης, κατανόησης, και λεκτικές ασκήσεις (ανάλογα το επίπεδο του ατόμου).
Ότι ξεχνάς και ότι θυμάσαι
Κάπου, κάποτε, υπήρχε μια μικρή πόλη. Ήταν ένα μέρος όμορφο
και αρμονικό, κάτω από έναν λόφο και περιτριγυρισμένη από ένα καταπράσινο
δάσος. Οι κάτοικοι ζούσαν ευτυχισμένοι και χαμογελαστοί στην πόλη, δεν
επισκέπτονταν όμως το δάσος συχνά, γιατί έμοιαζε με λαβύρινθο και εύκολα
μπορούσε κανείς να χαθεί. Έτσι έμεναν στην πόλη, που το όνομά της έχει πλέον
ξεχαστεί και χαθεί στην λήθη των χρόνων, που είχε όμορφα μικρά σπίτια, όλα τους
χρωματιστά και φωτεινά. Κάποια σπίτια ήταν πράσινα, άλλα κόκκινα, και κάποια
μπλε.
Σε ένα μικρό κίτρινο σπίτι, κατοικούσε μια μικρή και
ειρηνική οικογένεια- ένα αγαπημένο ζευγάρι με τα δύο τους παιδιά, ένα αγόρι και
ένα κορίτσι. Οι γονείς μεγάλωναν τα παιδιά τους με φροντίδα και στοργή και όλα
κυλούσαν ήρεμα για αυτούς. Τα πρωινά οι γονείς εργάζονταν στα χωράφια τους, και
τα μικρά παιδιά έπαιζαν στην μεγάλη και γεμάτη λουλούδια αυλή. Τα απογεύματα
μαζευόταν όλη η οικογένεια στην μικρή αλλά φωτεινή κουζίνα για δείπνο.
Καθώς τα παιδιά μεγάλωναν, άρχιζαν να βγαίνουν έξω από τα
σύνορα της αυλής και να τριγυρίζουν όλο και πιο κοντά στο επικίνδυνο δάσος.
Εκείνο το δάσος εντυπωσίαζε τα παιδιά γιατί ήταν στολισμένο με κάθε λογής
δέντρο- μικρά και μεγάλα, με παχύ φύλλωμα ή μιρκοσκοπικά άνθη, σε μυριάδες
αποχρώσεις του πράσινου και του χακί.
Το αγόρι, ως το μεγαλύτερο παιδί της οικογένειας, με
περισσότερες γνώσεις και εμπειρίες θαύμαζε ιδιαίτερα κείνο το δάσος. Έτσι
άρχισε μέρα με την μέρα να φεύγει από το κίτρινο οικογενειακό σπίτι και να το
εξερευνεί, να τριγυρίζει σε αυτό. Συχνά η μικρή αδερφή του ερχόταν μαζί στις
αναζητήσεις του, μα δεν θέλησε ποτέ να προχωρήσει βαθιά από φόβο, μήπως χαθούν.
Μα το αγόρι, που το όνομά του έχει πια χαθεί, όπως και το όνομα της χρωματιστής
πολιτείας του, ένιωθε μια ακατανίκητη έλξη για το δάσος…
Τα βράδια, λοιπόν, ξεγλιστρούσε αθόρυβα από το κίτρινο σπίτι
της οικογένειάς του, και έτρεχε κρυφά στο σκοτεινό δάσος, προσπαθώντας να το
εξερευνήσει. Στην αρχή, περπατούσε στους πρόποδες του λόφου, εκεί που τα δέντρα
του δάσους ήταν ακόμα αραιά και μικροκαμωμένα. Μα κάθε βράδυ έκανε και ένα βήμα
παραπέρα…
Η αδερφή του, με την οποία μοιράζονταν το ίδιο δωμάτιο,
υποψιάστηκε από νωρίς τα νυχτοπερπατήματα του παιδιού, μα δεν είπε λέξη, για
τον ίδιο λόγο που δεν πήγαινε στο δάσος: από φόβο. Λίγο αργότερα, ήταν η σειρά
των γονιών να το καταλάβουν. Ήταν κάποιο βράδυ που ο μικρός είχε ξεστρατίσει
αρκετά- περπάτησε ως βαθιά στο δάσος και αφαιρέθηκε από τις ασυνήθιστες
ομορφιές του. Δεν κατάλαβε λοιπόν πως πέρασε έτσι η ώρα, και δυσκολεύτηκε πολύ
να βρει τον δρόμο του γυρισμού από το δαιδαλώδες δάσος, ώσπου το πήρε το
ξημέρωμα. Φτάνοντας, πρωί πλέον, στο κίτρινο σπίτι, συνάντησε την οικογένειά
του τρομαγμένη μα και θυμωμένη συνάμα. Είχαν όλοι τους ανησυχήσει πολύ! Οι
γονείς μάλωσαν τόσο το αγόρι, και μονάχα η μικρή αδερφή του τον ρώτησε:
‘Γιατί?’ Εκείνο απάντησε ‘Δεν ξέρω… Κάτι με τραβά στο δάσος και στην λησμονιά
του…’
Παρά λοιπόν τις προτροπές, τις τιμωρίες και τις νουθεσίες,
το αγόρι συνέχισε να ξεγλιστρά από το κίτρινο σπίτι της χρωματιστής πόλης τα
βράδια και να τριγυρίζει στο επικίνδυνο δάσος. Κάθε βράδυ βρισκόταν εκεί,
ανακαλύπτοντας νέους δρόμους, καινούρια, όλο και πιο ψηλά δέντρα, και
περισσότερα άβατα μονοπάτια. Κάθε βράδυ αργούσε όλο και περισσότερο να
επιστρέψει στο σπίτι και στην οικογένειά του.
Έπειτα από εκείνο το συμβάν- την μεγάλη του καθυστέρηση και
ανακάλυψη από τους γονείς, εκείνοι έκαναν ότι μπορούσαν για να εμποδίσουν το
παιδί τους από τις βραδινές του εξορμήσεις. Στην αρχή μάλιστα επέμεναν πολύ,
και έβαζαν τα δυνατά τους. Μα όσο έβλεπαν ότι ο μεγάλος γιος τους δεν
συμμορφωνόταν, τόσο άρχισαν να εγκαταλείπουν. Έτσι, λίγο καιρό αργότερα,
αγνοούσαν πλέον το αγόρι και τις βόλτες του στο τρομακτικό δάσος, και δεν
έδιναν σημασία στο πότε έφευγε και πότε ερχόταν στο κίτρινο σπίτι. Η αδερφή του
ήταν η μόνη που ακόμα παρατηρούσε τις μεγάλες καθυστερήσεις του μεγάλου της
αδερφού, μα λόγω ηλικίας- και φόβου, δεν μπορούσε να πει λέξη. Της έλλειπε όμως
ο αδερφός της, και τα παιχνίδια τους, κάθε μέρα και πιο πολύ.
Το αγόρι, βρίσκοντας ευκαιρία από την- φαινομενική-
αδιαφορία των γονιών του, ξεστράτιζε όλο και περισσότερο. Δεν πήρε πολύ καιρό,
και το αγόρι περνούσε ολόκληρη την ημέρα στο δάσος, ενώ επέστρεφε στην
οικογένεια στο κίτρινο σπίτι μονάχα για να φάει, και σπάνια, για να κοιμηθεί.
Όσο ο καιρός περνούσε, τόσο το αγόρι περνούσε λιγότερο χρόνο
στο σπίτι με την οικογένειά του. Σταδιακά, εκείνοι έπαψαν να τον υπολογίζουν
στο στρώσιμο του τραπεζιού, και τις μερίδες του φαγητού. Και σιγά σιγά, άρχισαν
να συμπεριφέρονται σαν να είχαν ένα παιδί μονάχα: η μάνα έραβε μονάχα
κοριτσίστικα ρούχα, και έγραψε την μικρή στο σχολείο, χωρίς να πει λέξη για τον
μεγάλο της γιο, ενώ ο πατέρας πήρε βοηθό στα χωράφια τους, χωρίς να υπολογίσει
στην βοήθεια του αγοριού διόλου.
Μια μέρα, το αγόρι δεν επέστρεψε στο κίτρινο σπίτι- ήρθε το
επόμενο βράδυ. Περίπου μια βδομάδα αργότερα, έλειψε για τρεις μέρες συνεχόμενα.
Η οικογένεια, χαιρόταν που έβλεπε το παιδί κάθε φορά, μα γνώριζαν όλοι τους
πολύ καλά πως σύντομα θα ξαναέφευγε χωρίς κουβέντα, και λύπονταν απερίγραπτα.
Με τον καιρό, το αγόρι έπαψε να επιστρέφει στο κίτρινο σπίτι
της χρωματιστής πόλης…
Πάραυτα, η ζωή συνεχίστηκε κανονικά στο κίτρινο σπίτι της
χρωματιστής πόλης. Οι γονείς εργάζονταν στα χωράφια τους, και η μικρή κόρη
μεγάλωνε γρήγορα, και τα πράγματα κυλούσαν. Ποτέ της όμως δεν ξέχασε, ούτε για
μια στιγμή, τον μεγάλο και πολυαγαπημένο της αδερφό. Έτσι, συχνά τριγύριζε
στους πρόποδες του δάσους νοσταλγικά. Κοίταζε τριγύρω με προσοχή, και καμιά
φορά φώναζε το όνομα του μεγάλου αδερφού της, από κάποια κρυφή ελπίδα, ή απλά
από επιθυμία, γιατί της έλειπε πολύ. Μα ποτέ δεν τόλμησε να μπει βαθύτερα στο
δάσος για να ψάξει.
Κάποια μέρα, ενώ είχε φτάσει ήδη στην εφηβεία της, η κοπέλα
έκανε για ακόμη μια φορά βόλτα στο σκοτεινό- ακόμα και το πρωί- δάσος, όταν άκουσε
έναν θόρυβο από πίσω της. Τρόμαξε, και πετάχτηκε γρήγορα επάνω, έτοιμη να
τρέξει!
‘Στάσου, μην φοβάσαι’ άκουσε μια φωνή, κάπως γνώριμη. Γύρισε
διστακτικά το βλέμμα, και αντίκρισε έναν άντρα. Ήταν μεγαλόσωμος και
απεριποίητος, με μακριά μαλλιά και γένια σε όλο του το πρόσωπο. Η όψη του
έδειχνε άγρια και απειλητική, μα τα μάτια του… Τα μάτια του της έμοιαζαν τόσο
οικεία και παιδικά. Της έμοιαζαν με τα μάτια του χαμένου της αδερφού, και της
ξυπνούσαν παλιές αναμνήσεις, από χαρούμενα παιχνίδια σε κάποιον κήπο ενός
κίτρινου σπιτιού. Τον κοίταξε γεμάτη απορία, και τα μάτια της γέμισαν δάκρυα.
Ο άντρας σάστισε- ‘Γιατί κλαίς?’ την ρώτησε καλοσυνάτα.
‘Γιατί μου θυμίζεις κάποιον’ απάντησε η κοπέλα που λιγάκι
συνήλθε. Τώρα τον κοίταξε πιο καλά. Ο άντρας ήταν ψηλός, γεροδεμένος, λιγάκι
καμπουριασμένος, με μαύρους κύκλους κάτω από μαύρα μάτια και πυκνά μαύρα
φρύδια. ‘Μα αποκλείετε να είσαι εσύ αυτός. Εκείνος ήταν νέος. Πόσο ετών είσαι,
κύριε?’ είπε, βλέποντάς τον με άλλο βλέμμα ξαφνικά.
‘Δεν ξέρω.’
‘Ποιο είναι το όνομά σου?’
‘Ούτε αυτό το ξέρω. Μα… σαν και εμένα κάτι να μου θυμίζεις
τώρα που σε κοιτώ…’ ‘Σαν τι μπορεί να θυμίζω εγώ σε εσένα?’ είπε με απορία και
πάλι η κοπέλα. ‘Ζεις στην πόλη?’ τον ρώτησε.
‘Μπορεί’ είπε ο άντρας- και ο ίδιος με απορία.
‘Πως γίνετε να μην ξέρεις το όνομα και την ηλικία σου, και
να μην είσαι σίγουρος για το που ζεις?’ είπε η κοπέλα- που για κάποιον περίεργο
λόγο δεν φοβόταν τον άγνωστο άντρα.
‘Το μόνο που γνωρίζω είναι ετούτο το δάσος, τίποτα παραπάνω.
Μα και για αυτό δεν μπορώ να σου πω πολλά. Μονάχα πως εκπέμπει έναν αέρα
δηλητηριώδη, έναν αέρα λησμονιάς…’
‘Μπορεί να σε έκανε να ξεχάσεις λοιπόν, τούτος ο
δηλητηριώδης αέρας… Μπορεί να ήσουν άνθρωπος της πόλης και εσύ, της χρωματιστής
μας πολιτείας, και να ζούσες σε κάποιο όμορφο σπίτι, με οικογένεια, μπορεί να
ήσουν και νέος…’ είπε η κοπέλα με μια μυστήρια ελπίδα να διακατέχει την φωνή
της.
‘Μπορεί. Μα όλα αυτά έχουν χαθεί τώρα πια.’
‘Είπες πως κάτι σου θυμίζω και εγώ…’
‘Το είπα? Αληθινά? Πρέπει να το λησμόνησα και αυτό, δεν
πρέπει να γνωρίζω το πρόσωπό σου.΄’
‘Εγώ όμως γνωρίζω τα μάτια σου.’ Είπε η κοπέλα ξαφνικά,
εκπλήσσοντας και τον ίδιο της τον εαυτό με το θάρρος που πήρε. ‘Είχα κάποτε
έναν μεγάλο αδερφό, που χάθηκε στο δάσος. Εκείνον μου θυμίζουν τα μάτια σου.’
‘Αδερφό? Πρέπει κανείς να ήταν ανόητος για να άφησε μια
οικογένεια, μια αδερφή, και ένα κίτρινο σπίτι για τούτο το δάσος.’
‘Κίτρινο?’ είπε τώρα φανερά σοκαρισμένη η κοπέλα
Γελώντας ο άντρας ντροπαλά ‘Ναι, δεν ξέρω γιατί το είπα,
απλά μου ήρθε στο νου.’
‘Κίτρινο είναι το σπίτι μας, και αγαπημένη η οικογένειά μας,
που σε περιμένει!’
Τώρα ο άντρας έδειξε να αγχώνετε. ‘Μα… δεν είμαι εγώ ο
αδερφός σου. Δεν σε θυμάμαι, δεν γνωρίζω το πρόσωπό σου, ούτε ανακαλώ την
οικογένεια για την οποία λες. Ω, μακάρι να υπήρχε μια οικογένεια για εμένα, μια
αδερφή γλυκιά, ένα κίτρινο ζεστό σπίτι… Μα δεν θυμάμαι τίποτα από αυτά να μου
ανήκει.’ Είπε τώρα με βαθιά λύπη, κοιτάζοντας στα μάτια την κοπέλα.
Εκείνη τώρα έδειχνε διαφορετική. Σε λίγα λεπτά, δευτερόλεπτα
ίσως, δεν ήταν πια μια αθώα έφηβη, μα ένα ώριμο κορίτσι, ενώ μια νέα ηρεμία
διακρινόταν στο βλέμμα της. ‘Υπάρχει μια όμορφη και χρωματιστή πόλη, εδώ πέρα
από το δάσος. Και εκεί βρίσκεται ένα όμορφο κίτρινο σπίτι με δυο γονείς και μια
αδερφή, εμένα, που κλαίμε μυστικά κάθε βράδυ για τον αδερφό μου, που χάθηκε σε
τούτο το δάσος. Νομίζω πως είσαι ο αδερφός μου. Μα και αν δεν είσαι, υπάρχει
μια θέση για σένα, μια θέση γεμάτη αγάπη, σε ένα κίτρινο σπίτι, με μια
αγαπημένη οικογένεια.’
Ο άντρας είναι σαστισμένος, συγκινημένος.
Η κοπέλα συνεχίζει: ‘Κοίταξε στα μάτια μου. Κοίταξε και πες
μου εάν βλέπεις όλη ετούτη την αγάπη για την οποία σου μιλώ.’ Ο άντρας ένευσε
πως ναι! ‘Οι αναμνήσεις δεν είναι απαραίτητες. Όποτε σε κοιτώ βλέπω την
αδερφική αγάπη στα μάτια σου, και εσύ την ίδια στα δικά μου. Έλα στο σπίτι,
αδερφέ μου, χωρίς αναμνήσεις, μονάχα με μια αγάπη που αναζωπυρώνεται με το
βλέμμα της στιγμής’.
Χωρίς άλλα λόγια, πιάστηκαν από το χέρι, και επέστρεψαν στην
χρωματιστή πόλη, στο κίτρινο σπίτι και στην ολοκληρωμένη ξανά οικογένεια.
- Σε ποιο μέρος διαδραματίζεται η ιστορία?
- Τι χρώμα είναι το σπίτι της οικογένειας?
- Γιατί είναι το δάσος επικίνδυνο?
- Ονομάστε τα γεγονότα που διαδραματίζονται/ Μια μικρή περίληψη
- Ποιο είναι το κεντρικό νόημα?
- Υπογραμμίστε τα επίθετα που βρίσκονται στο κείμενο
- Βρείτε τα συνώνυμα των λέξεων: μεγαλόσωμος, όμορφος, τρομαγμένος
- Βρείτε τα αντίθετα των λέξεων: νέος, μαύρος, βραδυνός
- Που εμφανίζονται στο κείμενο οι λέξεις: μεγαλόσωμος, όμορφος, τρομαγμένος, νέος, μαύρος, βραδυνός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου