Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Stories. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Stories. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 27 Ιουλίου 2017

Απρόσμενη Συνεδρία: Όταν το Ενδιαφέρον Ξυπνά στην Άνοια


Ο Τ. είναι γύρω στα 80, σε μεσαίο στάδιο άνοιας. Είναι συχνά επαναλήψιμος (καθώς η πρόσφατη μνήμη (working memory) έχει επιρεαστεί), ξεχνά και το αναγνωρίζει, και δυσκολεύεται στην αντίληψη και κατανόηση ιδεών που δεν ταυτίζονται με τα όσα σκέφτεται την κάθε στιγμή.
Ως νέος αγαπούσε πολύ την ποίηση, και ακόμα θυμάται και απαγγέλει μικρά στιχάκια κατά καιρούς.

Έτσι, σε μία από τις συνεδρίες μας, κάναμε για την ποίηση. Ξεκινήσαμε διστακτικά, διαβάζοντας απλά το ποίημα. Καθώς δεν γνώριζα κατά πόσο θα ανταποκρινόταν, υπήρχαν και λεκτικές ασκήσεις έτοιμες, ως εναλλακτική.
Παρόλα αυτά, ο Τ. στο άκουσμα του ποιήματος έδειξε να ξυπνά. Ανασηκώθηκε από την θέση του, και ζήτησε να το ακούσει ξανά. 'Πανέμορφο!', σχολίασε.
Τον ρώτησα διστακτικά (μην ξέροντας σε τι επίπεδο μπορεί να αγγίξει το θέμα) τι προσπαθεί να μας πει το ποίημα, ποιο το νόημά του. Τότε ο Τ. με περίσσια σοβαρότητα, μου απάντησε. Άρχισε να αναλύει, να εξηγεί- θυμόταν ακόμα και τις λέξεις που χρησιμοποιούνταν στο ποίημα! Συνέχισα την κουβέντα, έκανα επεξηγηματικές ερωτήσεις, και ο Τ. εμβάθυνε ακόμα περισσότερο. Είχα εντυπωσιαστεί! Περάσαμε μία ολόκληρη ώρα συζητώντας και αναλύοντας το ποίημα.
Συνήθως ένα άτομο με άνοια μεσαίου επιπέδου μπορεί να αντιληφθεί κάποια βασικά (και σχετικά ξεκάθαρα ειπωμένα) νοήματα, και συναισθηματικά να απαντήσει διττά- λέγοντας εάν αισθάνθηκε λύπη ή χαρά. Μπορεί λοιπόν να ανταποκριθεί, μα σε ένα απλό επίπεδο.
Η κατάσταση με τον Τ. δεν ήταν έτσι. Καθώς από πάντα αγαπούσε την ποίηση, και είχε εντριφύσει σε αυτή, ο νους, και κυρίως το ενδιαφέρον και το κίνητρο ενεργοποιήθηκαν. Μιλούσε για ώρα, θέττοντας προβληματισμούς και εξηγώντας νοήματα με τρόπο που δεν είχα ξαναδεί από αυτόν. Η συνεδρία ήταν ενδιαφέρουσα και για τους δύο μας!
Στην επόμενη συνάντησή μας, που επιστρέψαμε σε λεκτική άσκηση, η απόδοση επανήλθε στα γνωστά επίπεδα.

Τα άτομα με άνοια συχνά βαριούνται. Βαριούνται στην καθημερινότητά τους, όπου πολλές δραστηριότητες είναι πλέον απαγορευμένες, και βαριούνται και στις συνεδρίες, όπου κάνουν ασκήσεις. Ο Τ. βρήκε κάτι που τον άγγιζε ουσιαστικά, και έτσι μπόρεσε να επιδείξει ένα καλό γνωστικό επίπεδο. Εδώ πρέπει να σημειωθεί πως η απόδοση των ατόμων με άνοια δεν είναι σταθερή- μπορεί την μια μέρα (ή και την μια στιγμή) να μιλούν και να συνεννοούνται άριστα, μα την επόμενη να δείχνουν χαμένοι. Έτσι, καλό είναι η νοητική ενδυνάμωση να στοχεύει στο να αναζητήσει τα ενδιαφέροντα του ατόμου, διατηρώντας έτσι και στοιχεία του χαρακτήρα, που φθίνουν λόγω της προόδου της νόσου.

Στον Τ. με το ενδιαφέρον ήρθε και η ουσιαστική νοητική ενδυνάμωση και η συναισθηματική ικανοποίηση!

Αυτό δεν σημαίνει πως οι προσδοκίες πρέπει να αλλάζουν για το άτομο: το ότι είχε μια πολύ καλή γνωστική εικόνα κάποια φορά δεν σημαίνει πως 'βελτιώθηκε', καθώς η νόσος είναι προοδευτική- κάτι που πρέπει φροντιστές και ειδικοί να μην ξεχνούν.

Μιας και δεν μπορεί λοιπόν να υπάρξει βελτίωση (παρά μόνο επιβράδυνση και διατήρηση), στόχος των συνεδριών είναι το 'εδώ και τώρα'- δηλαδή το να μπορέσει να πάρει κάτι το άτομο, συναισθηματικά και γνωστικά, την στιμγή εκείνη. Αυτό μπορεί να ακούγεται άσκοπο, μα είναι σημαντικό για την ευρύτερη ποιότητα ζωής του ατόμου.

Ο Τ. σε εκείνη την συνεδρία ένιωσε πως κάνει μια 'φυσιολογική συζήτηση' όπως είπε, και έφυγε με χαμόγελο. Την επόμενη φορά, θυμόταν το ποίημα, ακόμα και αν δυσκολευόταν σε άλλα.

Σε εκείνη την συνεδρία επιτύχαμε πραγματική επικοινωνία, κάτι που άφησε ένα έμμεσο αντίκτυπο. 

Σάββατο 8 Ιουλίου 2017

Ideas

         

Ολοκληρωμένο Πρόγραμμα για την Άνοια

 Για πάσχοντες:

  • Γνωστικά τεστ για την νόσο
  • Νοητική Ενδυνάμωση
    • Με ασκήσεις
    • Με τέχνες
  • Δημιουργική Απασχόληση και Υποστήριξη

Για φροντιστές:

  • Πολύπλευρη ενημέρωση για την νόσο και Υποστήριξη
  • Τρόποι αντιμετώπισης προβλημάτων
  • Εξατομικευμένες προτάσεις για καθημερινή διάδραση και δραστηριότητες

Επιπλέον:

  • Τετράδιο Συνδυαστικών Ασκήσεων και Δραστηριοτήτων
    • Γενικές
    • Εξατομικευμένες
  • Ασκήσεις και Δραστηριότητες για το Σπίτι
    • Για το άτομο μόνο
    • Για το άτομο και τους φροντιστές



Τηλέφωνο: 6995338180
Διεύθυνση: Πλατεία Αναλήψεως, Βριλήσσια, Αθήνα







Πέμπτη 6 Ιουλίου 2017

Παρασκευή 28 Απριλίου 2017

Μια ιστορία για όσους ξεχνούν



Η ιστορία μπορεί να διαβαστεί από άτομα με άνοια και τους φροντιστές τους. Μετά το τέλος της μπορούν να γίνουν ερωτήσεις ανάκλησης, κατανόησης, και λεκτικές ασκήσεις (ανάλογα το επίπεδο του ατόμου).

Ότι ξεχνάς και ότι θυμάσαι

Κάπου, κάποτε, υπήρχε μια μικρή πόλη. Ήταν ένα μέρος όμορφο και αρμονικό, κάτω από έναν λόφο και περιτριγυρισμένη από ένα καταπράσινο δάσος. Οι κάτοικοι ζούσαν ευτυχισμένοι και χαμογελαστοί στην πόλη, δεν επισκέπτονταν όμως το δάσος συχνά, γιατί έμοιαζε με λαβύρινθο και εύκολα μπορούσε κανείς να χαθεί. Έτσι έμεναν στην πόλη, που το όνομά της έχει πλέον ξεχαστεί και χαθεί στην λήθη των χρόνων, που είχε όμορφα μικρά σπίτια, όλα τους χρωματιστά και φωτεινά. Κάποια σπίτια ήταν πράσινα, άλλα κόκκινα, και κάποια μπλε.
Σε ένα μικρό κίτρινο σπίτι, κατοικούσε μια μικρή και ειρηνική οικογένεια- ένα αγαπημένο ζευγάρι με τα δύο τους παιδιά, ένα αγόρι και ένα κορίτσι. Οι γονείς μεγάλωναν τα παιδιά τους με φροντίδα και στοργή και όλα κυλούσαν ήρεμα για αυτούς. Τα πρωινά οι γονείς εργάζονταν στα χωράφια τους, και τα μικρά παιδιά έπαιζαν στην μεγάλη και γεμάτη λουλούδια αυλή. Τα απογεύματα μαζευόταν όλη η οικογένεια στην μικρή αλλά φωτεινή κουζίνα για δείπνο.
Καθώς τα παιδιά μεγάλωναν, άρχιζαν να βγαίνουν έξω από τα σύνορα της αυλής και να τριγυρίζουν όλο και πιο κοντά στο επικίνδυνο δάσος. Εκείνο το δάσος εντυπωσίαζε τα παιδιά γιατί ήταν στολισμένο με κάθε λογής δέντρο- μικρά και μεγάλα, με παχύ φύλλωμα ή μιρκοσκοπικά άνθη, σε μυριάδες αποχρώσεις του πράσινου και του χακί.
Το αγόρι, ως το μεγαλύτερο παιδί της οικογένειας, με περισσότερες γνώσεις και εμπειρίες θαύμαζε ιδιαίτερα κείνο το δάσος. Έτσι άρχισε μέρα με την μέρα να φεύγει από το κίτρινο οικογενειακό σπίτι και να το εξερευνεί, να τριγυρίζει σε αυτό. Συχνά η μικρή αδερφή του ερχόταν μαζί στις αναζητήσεις του, μα δεν θέλησε ποτέ να προχωρήσει βαθιά από φόβο, μήπως χαθούν. Μα το αγόρι, που το όνομά του έχει πια χαθεί, όπως και το όνομα της χρωματιστής πολιτείας του, ένιωθε μια ακατανίκητη έλξη για το δάσος…
Τα βράδια, λοιπόν, ξεγλιστρούσε αθόρυβα από το κίτρινο σπίτι της οικογένειάς του, και έτρεχε κρυφά στο σκοτεινό δάσος, προσπαθώντας να το εξερευνήσει. Στην αρχή, περπατούσε στους πρόποδες του λόφου, εκεί που τα δέντρα του δάσους ήταν ακόμα αραιά και μικροκαμωμένα. Μα κάθε βράδυ έκανε και ένα βήμα παραπέρα…
Η αδερφή του, με την οποία μοιράζονταν το ίδιο δωμάτιο, υποψιάστηκε από νωρίς τα νυχτοπερπατήματα του παιδιού, μα δεν είπε λέξη, για τον ίδιο λόγο που δεν πήγαινε στο δάσος: από φόβο. Λίγο αργότερα, ήταν η σειρά των γονιών να το καταλάβουν. Ήταν κάποιο βράδυ που ο μικρός είχε ξεστρατίσει αρκετά- περπάτησε ως βαθιά στο δάσος και αφαιρέθηκε από τις ασυνήθιστες ομορφιές του. Δεν κατάλαβε λοιπόν πως πέρασε έτσι η ώρα, και δυσκολεύτηκε πολύ να βρει τον δρόμο του γυρισμού από το δαιδαλώδες δάσος, ώσπου το πήρε το ξημέρωμα. Φτάνοντας, πρωί πλέον, στο κίτρινο σπίτι, συνάντησε την οικογένειά του τρομαγμένη μα και θυμωμένη συνάμα. Είχαν όλοι τους ανησυχήσει πολύ! Οι γονείς μάλωσαν τόσο το αγόρι, και μονάχα η μικρή αδερφή του τον ρώτησε: ‘Γιατί?’ Εκείνο απάντησε ‘Δεν ξέρω… Κάτι με τραβά στο δάσος και στην λησμονιά του…’
Παρά λοιπόν τις προτροπές, τις τιμωρίες και τις νουθεσίες, το αγόρι συνέχισε να ξεγλιστρά από το κίτρινο σπίτι της χρωματιστής πόλης τα βράδια και να τριγυρίζει στο επικίνδυνο δάσος. Κάθε βράδυ βρισκόταν εκεί, ανακαλύπτοντας νέους δρόμους, καινούρια, όλο και πιο ψηλά δέντρα, και περισσότερα άβατα μονοπάτια. Κάθε βράδυ αργούσε όλο και περισσότερο να επιστρέψει στο σπίτι και στην οικογένειά του.
Έπειτα από εκείνο το συμβάν- την μεγάλη του καθυστέρηση και ανακάλυψη από τους γονείς, εκείνοι έκαναν ότι μπορούσαν για να εμποδίσουν το παιδί τους από τις βραδινές του εξορμήσεις. Στην αρχή μάλιστα επέμεναν πολύ, και έβαζαν τα δυνατά τους. Μα όσο έβλεπαν ότι ο μεγάλος γιος τους δεν συμμορφωνόταν, τόσο άρχισαν να εγκαταλείπουν. Έτσι, λίγο καιρό αργότερα, αγνοούσαν πλέον το αγόρι και τις βόλτες του στο τρομακτικό δάσος, και δεν έδιναν σημασία στο πότε έφευγε και πότε ερχόταν στο κίτρινο σπίτι. Η αδερφή του ήταν η μόνη που ακόμα παρατηρούσε τις μεγάλες καθυστερήσεις του μεγάλου της αδερφού, μα λόγω ηλικίας- και φόβου, δεν μπορούσε να πει λέξη. Της έλλειπε όμως ο αδερφός της, και τα παιχνίδια τους, κάθε μέρα και πιο πολύ.
Το αγόρι, βρίσκοντας ευκαιρία από την- φαινομενική- αδιαφορία των γονιών του, ξεστράτιζε όλο και περισσότερο. Δεν πήρε πολύ καιρό, και το αγόρι περνούσε ολόκληρη την ημέρα στο δάσος, ενώ επέστρεφε στην οικογένεια στο κίτρινο σπίτι μονάχα για να φάει, και σπάνια, για να κοιμηθεί.
Όσο ο καιρός περνούσε, τόσο το αγόρι περνούσε λιγότερο χρόνο στο σπίτι με την οικογένειά του. Σταδιακά, εκείνοι έπαψαν να τον υπολογίζουν στο στρώσιμο του τραπεζιού, και τις μερίδες του φαγητού. Και σιγά σιγά, άρχισαν να συμπεριφέρονται σαν να είχαν ένα παιδί μονάχα: η μάνα έραβε μονάχα κοριτσίστικα ρούχα, και έγραψε την μικρή στο σχολείο, χωρίς να πει λέξη για τον μεγάλο της γιο, ενώ ο πατέρας πήρε βοηθό στα χωράφια τους, χωρίς να υπολογίσει στην βοήθεια του αγοριού διόλου.
Μια μέρα, το αγόρι δεν επέστρεψε στο κίτρινο σπίτι- ήρθε το επόμενο βράδυ. Περίπου μια βδομάδα αργότερα, έλειψε για τρεις μέρες συνεχόμενα. Η οικογένεια, χαιρόταν που έβλεπε το παιδί κάθε φορά, μα γνώριζαν όλοι τους πολύ καλά πως σύντομα θα ξαναέφευγε χωρίς κουβέντα, και λύπονταν απερίγραπτα.
Με τον καιρό, το αγόρι έπαψε να επιστρέφει στο κίτρινο σπίτι της χρωματιστής πόλης…
Πάραυτα, η ζωή συνεχίστηκε κανονικά στο κίτρινο σπίτι της χρωματιστής πόλης. Οι γονείς εργάζονταν στα χωράφια τους, και η μικρή κόρη μεγάλωνε γρήγορα, και τα πράγματα κυλούσαν. Ποτέ της όμως δεν ξέχασε, ούτε για μια στιγμή, τον μεγάλο και πολυαγαπημένο της αδερφό. Έτσι, συχνά τριγύριζε στους πρόποδες του δάσους νοσταλγικά. Κοίταζε τριγύρω με προσοχή, και καμιά φορά φώναζε το όνομα του μεγάλου αδερφού της, από κάποια κρυφή ελπίδα, ή απλά από επιθυμία, γιατί της έλειπε πολύ. Μα ποτέ δεν τόλμησε να μπει βαθύτερα στο δάσος για να ψάξει.
Κάποια μέρα, ενώ είχε φτάσει ήδη στην εφηβεία της, η κοπέλα έκανε για ακόμη μια φορά βόλτα στο σκοτεινό- ακόμα και το πρωί- δάσος, όταν άκουσε έναν θόρυβο από πίσω της. Τρόμαξε, και πετάχτηκε γρήγορα επάνω, έτοιμη να τρέξει!
‘Στάσου, μην φοβάσαι’ άκουσε μια φωνή, κάπως γνώριμη. Γύρισε διστακτικά το βλέμμα, και αντίκρισε έναν άντρα. Ήταν μεγαλόσωμος και απεριποίητος, με μακριά μαλλιά και γένια σε όλο του το πρόσωπο. Η όψη του έδειχνε άγρια και απειλητική, μα τα μάτια του… Τα μάτια του της έμοιαζαν τόσο οικεία και παιδικά. Της έμοιαζαν με τα μάτια του χαμένου της αδερφού, και της ξυπνούσαν παλιές αναμνήσεις, από χαρούμενα παιχνίδια σε κάποιον κήπο ενός κίτρινου σπιτιού. Τον κοίταξε γεμάτη απορία, και τα μάτια της γέμισαν δάκρυα.
Ο άντρας σάστισε- ‘Γιατί κλαίς?’ την ρώτησε καλοσυνάτα.
‘Γιατί μου θυμίζεις κάποιον’ απάντησε η κοπέλα που λιγάκι συνήλθε. Τώρα τον κοίταξε πιο καλά. Ο άντρας ήταν ψηλός, γεροδεμένος, λιγάκι καμπουριασμένος, με μαύρους κύκλους κάτω από μαύρα μάτια και πυκνά μαύρα φρύδια. ‘Μα αποκλείετε να είσαι εσύ αυτός. Εκείνος ήταν νέος. Πόσο ετών είσαι, κύριε?’ είπε, βλέποντάς τον με άλλο βλέμμα ξαφνικά.
‘Δεν ξέρω.’
‘Ποιο είναι το όνομά σου?’
‘Ούτε αυτό το ξέρω. Μα… σαν και εμένα κάτι να μου θυμίζεις τώρα που σε κοιτώ…’ ‘Σαν τι μπορεί να θυμίζω εγώ σε εσένα?’ είπε με απορία και πάλι η κοπέλα. ‘Ζεις στην πόλη?’ τον ρώτησε.
‘Μπορεί’ είπε ο άντρας- και ο ίδιος με απορία.
‘Πως γίνετε να μην ξέρεις το όνομα και την ηλικία σου, και να μην είσαι σίγουρος για το που ζεις?’ είπε η κοπέλα- που για κάποιον περίεργο λόγο δεν φοβόταν τον άγνωστο άντρα. 
‘Το μόνο που γνωρίζω είναι ετούτο το δάσος, τίποτα παραπάνω. Μα και για αυτό δεν μπορώ να σου πω πολλά. Μονάχα πως εκπέμπει έναν αέρα δηλητηριώδη, έναν αέρα λησμονιάς…’
‘Μπορεί να σε έκανε να ξεχάσεις λοιπόν, τούτος ο δηλητηριώδης αέρας… Μπορεί να ήσουν άνθρωπος της πόλης και εσύ, της χρωματιστής μας πολιτείας, και να ζούσες σε κάποιο όμορφο σπίτι, με οικογένεια, μπορεί να ήσουν και νέος…’ είπε η κοπέλα με μια μυστήρια ελπίδα να διακατέχει την φωνή της.
‘Μπορεί. Μα όλα αυτά έχουν χαθεί τώρα πια.’
‘Είπες πως κάτι σου θυμίζω και εγώ…’
‘Το είπα? Αληθινά? Πρέπει να το λησμόνησα και αυτό, δεν πρέπει να γνωρίζω το πρόσωπό σου.΄’
‘Εγώ όμως γνωρίζω τα μάτια σου.’ Είπε η κοπέλα ξαφνικά, εκπλήσσοντας και τον ίδιο της τον εαυτό με το θάρρος που πήρε. ‘Είχα κάποτε έναν μεγάλο αδερφό, που χάθηκε στο δάσος. Εκείνον μου θυμίζουν τα μάτια σου.’
‘Αδερφό? Πρέπει κανείς να ήταν ανόητος για να άφησε μια οικογένεια, μια αδερφή, και ένα κίτρινο σπίτι για τούτο το δάσος.’
‘Κίτρινο?’ είπε τώρα φανερά σοκαρισμένη η κοπέλα
Γελώντας ο άντρας ντροπαλά ‘Ναι, δεν ξέρω γιατί το είπα, απλά μου ήρθε στο νου.’
‘Κίτρινο είναι το σπίτι μας, και αγαπημένη η οικογένειά μας, που σε περιμένει!’
Τώρα ο άντρας έδειξε να αγχώνετε. ‘Μα… δεν είμαι εγώ ο αδερφός σου. Δεν σε θυμάμαι, δεν γνωρίζω το πρόσωπό σου, ούτε ανακαλώ την οικογένεια για την οποία λες. Ω, μακάρι να υπήρχε μια οικογένεια για εμένα, μια αδερφή γλυκιά, ένα κίτρινο ζεστό σπίτι… Μα δεν θυμάμαι τίποτα από αυτά να μου ανήκει.’ Είπε τώρα με βαθιά λύπη, κοιτάζοντας στα μάτια την κοπέλα.
Εκείνη τώρα έδειχνε διαφορετική. Σε λίγα λεπτά, δευτερόλεπτα ίσως, δεν ήταν πια μια αθώα έφηβη, μα ένα ώριμο κορίτσι, ενώ μια νέα ηρεμία διακρινόταν στο βλέμμα της. ‘Υπάρχει μια όμορφη και χρωματιστή πόλη, εδώ πέρα από το δάσος. Και εκεί βρίσκεται ένα όμορφο κίτρινο σπίτι με δυο γονείς και μια αδερφή, εμένα, που κλαίμε μυστικά κάθε βράδυ για τον αδερφό μου, που χάθηκε σε τούτο το δάσος. Νομίζω πως είσαι ο αδερφός μου. Μα και αν δεν είσαι, υπάρχει μια θέση για σένα, μια θέση γεμάτη αγάπη, σε ένα κίτρινο σπίτι, με μια αγαπημένη οικογένεια.’
Ο άντρας είναι σαστισμένος, συγκινημένος.
Η κοπέλα συνεχίζει: ‘Κοίταξε στα μάτια μου. Κοίταξε και πες μου εάν βλέπεις όλη ετούτη την αγάπη για την οποία σου μιλώ.’ Ο άντρας ένευσε πως ναι! ‘Οι αναμνήσεις δεν είναι απαραίτητες. Όποτε σε κοιτώ βλέπω την αδερφική αγάπη στα μάτια σου, και εσύ την ίδια στα δικά μου. Έλα στο σπίτι, αδερφέ μου, χωρίς αναμνήσεις, μονάχα με μια αγάπη που αναζωπυρώνεται με το βλέμμα της στιγμής’.
Χωρίς άλλα λόγια, πιάστηκαν από το χέρι, και επέστρεψαν στην χρωματιστή πόλη, στο κίτρινο σπίτι και στην ολοκληρωμένη ξανά οικογένεια. 


  • Σε ποιο μέρος διαδραματίζεται η ιστορία?
  • Τι χρώμα είναι το σπίτι της οικογένειας?
  • Γιατί είναι το δάσος επικίνδυνο?
  • Ονομάστε τα γεγονότα που διαδραματίζονται/ Μια μικρή περίληψη
  • Ποιο είναι το κεντρικό νόημα?
  • Υπογραμμίστε τα επίθετα που βρίσκονται στο κείμενο
  • Βρείτε τα συνώνυμα των λέξεων: μεγαλόσωμος, όμορφος, τρομαγμένος
  • Βρείτε τα αντίθετα των λέξεων: νέος, μαύρος, βραδυνός 
  • Που εμφανίζονται στο κείμενο οι λέξεις: μεγαλόσωμος, όμορφος, τρομαγμένος, νέος, μαύρος, βραδυνός

Τετάρτη 21 Σεπτεμβρίου 2016

Αλτσχάιμερ: Μια Μικρή Ιστορία

Στις 21 Σεπτέμβρη είναι η Παγκόσμια Ημέρα Αλτσχάιμερ. Είναι η μέρα, που πιο πολύ από όλες, και που οι πιο πολλοί από όλους θυμούνται όσους ξεχνούν.
Εν όψη της ημέρας λοιπόν, θα ήθελα να μοιραστώ ένα γεγονός, στο οποίο έτυχε να βρεθώ μπροστά:

Προ μερικών ημερών, κυρία άνω των 80 ετών επισκέπτεται τον σύζυγό της στην μονάδα όπου πλέον διαμένει. Ο κύριος είναι επίσης (αρκετά) άνω των 80, σε μεσαίο στάδιο άνοιας. Στο συγκεκριμένο, η έκφανση της νόσου έχει επιτρέψει να διατηρήσει πλήρως την λεκτική ροή, μα να βιώνει σύγχυση και μπέρδεμα συχνά.
Η κυρία έφτασε στην μονάδα, και ζήτησε να τον δει. Λίγα λεπτά αργότερα, μια νοσηλεύτρια έφερε τον κύριο (σε αμαξίδιο, καθώς δεν περπατά πλέον): μόλις το ζευγάρι συναντήθηκε, αντάλλαξαν αγκαλιές και φιλιά- και πολλά πολλά χαμόγελα. Άρχισαν να συζητούν για διάφορα θέματα. Ο κύριος άλλοτε έβρισκε επαφή άλλοτε την έχανε και επαναλάμβανε εμμονικά ιδέες. Κάποια στιγμή, έδειξε να δυσανασχετεί- η σύζυγος έσπευσε να τον ρωτήσει τι τρέχει.
'Εσύ είσαι εκεί, έξω, και ούτε ξέρω με ποιον μιλάς και τι κάνεις. Και αν σου μιλήσει κανείς? Δεν είμαι δίπλα σου να του δείξω πως είσαι παντρεμένη!' Η κυρία κατσούφιασε ελαφρά. 'Και εσύ?' απάντησε. 'Εσύ που είσαι εδώ μέσα και όλη μέρα μιλάς με νέες και όμορφες κοπέλες? Τι έχεις να πεις για αυτό αγάπη μου?' 'Ότι καμία δεν μου φαίνεται πιο ωραία από εσένα μωρό μου'.
Στο άκουσμα αυτού του διαλόγου, δεν μπόρεσα να μην τους κοιτώ. Δεν μπόρεσα να συγκρατήσω ένα χαμόγελο συγκίνησης. Ήταν τόσο τρυφερό!

Γιατί μοιράζομαι ετούτη την ιστορία? Γιατί την θεωρώ αντιπροσωπευτική. Στην Παγκόσμια Ημέρα για την νόσο, δεν χρειάζεται να ειπωθούν πολλά περί αυτής- από ιατρικής, ψυχολογικής, η γενικότερα επαγγελματικής σκοπιάς. Ετούτη την μέρα, ας θυμηθούμε τους ανθρώπους και την πραγματικότητά τους.
Μπορεί να νοσούν, μα ακόμα αγαπούν, χαίρονται και λυπούνται, ανυπομονούν και απογοητεύονται. Μπορεί να νοσούν, μα ακόμα μπορούν να ζήσουν τις μικρές στιγμές της ζωής, ετούτες τις πολύτιμες στιγμές που μας κάνουν ανθρώπους.

Το Αλτσχάιμερ είναι μια νόσος εκφυλιστική, και καταναλωτική ως προς το άτομο, όμως πάραυτα όχι απόλυτα αντιπροσωπευτική. Επαγγελματίες και φροντιστές πρέπει να ξεχάσουν για λίγο την νόσο, και να θυμηθούν τον άνθρωπο μέσα σε αυτή. 

Σάββατο 17 Σεπτεμβρίου 2016

'Σε καταλαβαίνω'



Η ενσυναίσθηση είναι κύριο- εάν όχι το κυριότερο χαρακτηριστικό ενός καλού θεραπευτή. Είναι μια δεξιότητα που ήρθε στην επιφάνεια με τον Rogers, και που σήμερα θεωρείται βασική, και διδάσκεται σχεδόν ανεξαρτήτως προσέγγισης.
Τι αποτελεί όμως ενσυναίσθηση? Κατά τον Rogers, ενσυναίσθηση είναι το να μπορεί ο θεραπευτής να δει τον κόσμο μέσα από τα μάτια του ατόμου- σαν να είναι αυτός, μα κατανοώντας την σημασία του 'σαν'. Κατανόηση λοιπόν, χωρίς όμως να παρασυρόμαστε ή να ταυτιζόμαστε.
Ο όρος αντικατοπτρίζεται στην πράξη με φράσεις όπως 'σε καταλαβαίνω', 'φαντάζομαι πως αυτό θα ήταν δυσάρεστο/ ευχάριστο για εσένα' κλπ.
Πως όμως εκφράζεται στην ουσία η ενσυναίσθηση? Είναι με την κατανόηση της κατάστασης του άλλου?

Πρόσφατα, ανέλαβα ένα περιστατικό μιας ηλικιωμένης κυρίας που εξαιτίας βλάβης σε δύο σπονδύλους έχει χάσει την δυνατότητα να περπατά. Πάραυτα, κάνει μεγάλες προσπάθειες με φυσικοθεραπεία, και παρά το ότι οι πιθανότητες είναι εναντίον της, εκείνη παλεύει για να ξανααποκτήσει την λειτουργία των κάτω άκρων. Αυτό σημαίνει πως μιλάμε για ένα άτομο δυναμικό, γεμάτο όρεξη για ζωή, και με ένα χαμόγελο στα χείλη.
Η κυρία αποδείχθηκε επίσης ευχάριστη και συζητήσιμη. Οι ώρες μαζί της κυλούσαν γρήγορα, με κουβέντα που δεν έχανε στιγμή το ενδιαφέρον της.
Κάποια στιγμή, την ώρα κάποιας από τις μακροσκελείς συζητήσεις μας, η κυρία αναστέναξε, την ώρα που αφηγούνταν μια προσωπική ιστορία. Παρατήρησα αλλαγή στο ύφος της, και την ρώτησα αμέσως τι συμβαίνει.
'Πως ήμουν και πως έγινα...' είπε με πικρία. 'Εγώ, που μέχρι πριν λίγους μήνες φρόντιζα για όλα, που δεν καθόμουν λεπτό, εγώ, τώρα δεν μπορώ ούτε από το κρεβάτι να σηκωθώ- ούτε καν να γυρίσω πλευρό. Τι άλλο να συμβαίνει?' μου απάντησε ήρεμα.
Για να είμαι ειλικρινής δεν το περίμενα. Όταν κανείς δουλεύει με ηλικιωμένους έχει συνηθίσει τις υπαρξιακές απορίες και την αναπόληση των περασμένων (και του περασμένου εαυτού), μα η αμεσότητα και η απλότητα της συγκεκριμένης, κατά τα άλλα τόσο χαρωπής κυρίας με σόκαρε.

Πως θα μπορούσα να ξεστομίσω οποιασδήποτε μορφής 'παρηγοριά' όταν καταλάβαινα πως είχε απόλυτο δίκιο? Πως να της πω πως την καταλαβαίνω, όταν την στιγμή που θα τελείωνε η ώρα μας, θα Σηκωνόμουν να φύγω- θα περπατούσα σχεδόν προκλητικά μπροστά της, και ειρωνικά, θα πήγαινα να κάνω ένα σωρό πράγματα.
Τότε κατάλαβα πως δεν την καταλαβαίνω καθόλου. Και ούτε πρόκειται να την καταλάβω ποτέ. Γιατί στην πραγματικότητα, παρά κάθε καλή μου πρόθεση, δεν βιώνω αυτό που βιώνει εκείνη (και ελπίζω ποτέ να μην το βιώσω).
Και ίσως αυτό να είναι ενσυναίσθηση, Ναι, μπορούσα να φανταστώ ξεκάθαρα τον πόνο και την απόγνωση του να νιώθει κανείς ανήμπορος, άκαμπτος. Μα πάραυτα ο πόνος, η απόγνωση, η απελπισία, η ελπίδα σε κάθε προσπάθεια- όλα ετούτα ήταν αμιγώς δικά της!
Κατάλαβα πως δεν μπορώ να καταλάβω, πως ποτέ δεν πρόκειται να καταλάβω. Κατάλαβα πόσο μακριά είναι η πραγματικότητά της από την δική μου, και αυτό με έκανε να μπορώ να έρθω ένα βήμα πιο κοντά της, ένα σημαντικό βήμα πιο κοντά σε όλους εκείνους που βιώνουν δύσκολες καταστάσεις.  

Κυριακή 28 Αυγούστου 2016

Η Στιγμή της Αλλαγής- ή αλλιώς Η Ελπίδα Γεννιέται



Πρόσφατα ξεκίνησα να δουλεύω με ένα νέο περιστατικό. Κύριος, περασμένα σαράντα, με κατάθλιψη και πολυεστιακή λευκοεγκεφαλοπάθεια (in short εγκεφαλίτιδα κάποιας μορφής)- για να μην γίνει αναφορά στις σωματικές παθήσεις του (όπως λοίμωξη του αναπνευστικού που οδηγούσε σε τρομερό βήχα). Η κατάστασή του σημαίνει πως υπάρχει έντονη νοητική και νευρομυική έκπτωση, και μια φρίκη χαραγμένη στο πρόσωπο.
Την πρώτη μέρα που τον συνάντησα δεν γύρισε ούτε να με κοιτάξει. Για την ακρίβεια έστρεφε όχι μόνο το βλέμμα, μα ολόκληρο το κεφάλι προς την αντίθετη κατεύθυνση. Μοναδική περιστασιακή αντίδραση ήταν κραυγές απόγνωσης: 'δεν μπορώ', 'δεν είμαι καλά' ούρλιαζε συχνά. Μα πέρα από αυτό, τίποτα. Και οποιαδήποτε αντίθεση στο 'δεν μπορώ' του γινόταν άμεσα αίτιο για περαιτέρω φωνές- 'δεν μπορώ σου είπα!' 
Την πρώτη μέρα που τον συνάντησα, δεν ήξερα τι να κάνω! Δεν μπορούσα να βρω τρόπο να τον βοηθήσω- δεν μπορούσα καν να ανοίξω δίοδο επικοινωνίας! Ο άνθρωπος είχε πεισματικά κλειστά τα μάτια συνεχώς, με μόνη εναλλαγή όταν ήθελε να φωνάξει. Ότι και να έλεγα, ότι και αν έκανα, όποια τεχνική και αν χρησιμοποιούσα, ήταν άσκοπο. 
Έτσι εγκατέλειψα να προσπαθώ να 'πιέσω' την επικοινωνία. Όταν φώναζε 'δεν μπορώ', του απαντούσα πως 'το ξέρω, είναι δύσκολα τώρα'. Την πρώτη φορά που του το είπα ήταν η πρώτη φορά που έστρεψε το κεφάλι προς τα εμένα και με κοίταξε. Τα βλέμματά μας συναντήθηκαν για πρώτη φορά την τρίτη μέρα που δουλεύαμε παρέα, και κανείς μας δεν είπε λέξη. Ήταν η πρώτη επαφή. 
Πάραυτα, η απόλυτη άρνηση συνεχιζόταν: κλειστά μάτια, κλειστό στόμα, εκτός από τις (συχνές) στιγμές απόγνωσης. Έτσι και εγώ (μην έχοντας άλλη λύση) άνοιξα έναν μονόδρομο επικοινωνίας: ξεκίνησα να του διαβάζω. 
Εδώ πρέπει να σημειώσω πως ο άνθρωπος αυτός όχι μόνο λάτρευε το διάβασμα, μα κυρίως έγραφε και ο ίδιος- έγραφε κείμενα έξυπνα, συναισθηματικά, ελπιδοφόρα. Αυτό θα ήταν το εργαλείο μου! Άρχισα λοιπόν να του διαβάζω τα δικά του κείμενα. Από τις πρώτες αράδες κιόλας υπήρξε αντίδραση: τα μάτια άνοιξαν, και το βλέμμα του συνάντησε το δικό μου για μια ακόμα φορά από δική του επιλογή. 
Κάποια στιγμή, το κείμενο μιλούσε καθαρά για την ελπίδα και την προσπάθεια να ξεπεραστούν τα όποια προβλήματα- το σημείο αυτό το διάβασα σε έντονο τόνο και ύφος, προσπαθώντας να διατηρώ όσο το δυνατόν περισσότερη βλεματική επαφή. Όταν τελείωσε του είπα 'εσείς τα γράψατε αυτά, εσείς μιλήσατε για την ελπίδα'. 
Τότε με κοίταξε και πάλι. Όμως ήταν σαν να με κοιτούσε για πρώτη φορά- η θολούρα και το μπέρδεμα που αναγραφόταν στο βλέμμα του είχαν χαθεί, και είχαν αντικατασταθεί από βαθιά θλίψη. 'Δεν είμαι εγώ πια αυτός' μου είπε 'Έχω χάσει τον εαυτό μου!' 
Δεν το περίμενα- δεν περίμενα με τίποτα να μου μιλήσει, και μάλιστα με καθαρή συνειδητότητα. Πάραυτα δεν έχασα χρόνο- πήρα σχεδόν αντανακλαστικά την φωτογραφία που συνόδευε το κείμενο και του την έδειξα- 'Αυτός είσαι!' είπα σοβαρά, σχεδόν αυστηρά, 'Αυτός είσαι!' Έπειτα επανέλαβα με στόμφο το όνομά του- 'Αυτός είσαι, και παρότι περνάς δύσκολα τώρα θα γίνεις καλά!' Κοιταχτήκαμε στα μάτια, στην ψυχή. 'Θέλω να γίνω καλά! Θέλω να ζήσω' μου είπε- με προσπάθεια, καθώς ο βήχας τον έπνιγε. 
Και τότε όλα άλλαξαν. Δεν ξέρω εάν άλλαξαν για εκείνον, για εμένα ή και για τους δύο, πάντως παρότι ποτέ δεν πίστευα σε 'μαγικές' στιγμές αλλαγής, ήμουν μάρτυρας μίας! Ξαφνικά, ο κόσμος σαν να σώπασε τριγύρω μου, σαν να συντονίστηκα απόλυτα μαζί του. Ξαφνικά, ένιωσα πως μετατράπηκα σε καθρέφτη στον οποίο δεν υπάρχει τίποτα πέρα από το είδωλο του ανθρώπου που είχα απέναντί μου. Ξαφνικά, μπορούσα να κατανοήσω απόλυτα το πως ένιωθε εκείνη την στιγμή- το πονεμένο του ύφος έκανε συνοφρυωμένο το πρόσωπό μου, το κεφάλι του που είχε γείρει στο πλάι έκανε και το δικό μου να στραφεί προς την ίδια κατεύθυνση, το ταλαιπωρημένο του σώμα έκανε το δικό μου σώμα να έχει ένταση. 
'Θα γίνεις καλά! του είπα. 'Είναι δύσκολο τώρα, ναι, μα εσύ είσαι δυνατός και θα το ξεπεράσεις!' 'Ναι' μου είπε- και ήταν η πρώτη φορά που δεν απαντούσε μηχανικά. 'Θα γίνω καλά!' Τα μάτια και των δύο είχαν βουρκώσει, μα ένα αίσθημα ηρεμίας απλώθηκε- κάτι που δεν είχε ξαναγίνει με εκείνον. 
Συνεχίσαμε ετούτη την κουβέντα- γιατί ναι, στην πορεία μετατράπηκε σε κουβέντα. Μου είπε πως θέλει να προσπαθήσει, πως θέλει να γίνει καλά, πως θα βάλει τα δυνατά του. Του είπα πως είναι δυνατός και θα τα καταφέρει, και πως κάθε μέρα θα είναι και λίγο καλύτερα. 
Και έτσι έγινε. Η βελτίωση έρχεται τόσο ανεπαίσθητα και ταυτόχρονα τόσο δυναμικά. Τώρα πια δεν αφήνει το σώμα του να πέσει στην καρέκλα ή το κεφάλι του να γείρει στο πλάι. Τώρα πια έχει ανοιχτά τα μάτια του για περισσότερη ώρα και με κοιτά. Τώρα πια μιλάμε και συζητάμε. Οι άναρθρες κραυγές και τα ακατάπαυστα 'δεν μπορώ' έχουν αρχίσει να αντικαθίστανται από καθαρά αιτήματα ή συγκεκριμένες δυσκολίες, και παρά τις στιγμιαίες μεταπτώσεις, ο άνθρωπος έχει καταφέρει να διατηρήσει την έννοια του 'Μπορώ!' 
Τώρα πια δεν φοβάται να πει 'θα γίνω καλά', 'θα περάσει', 'θέλω να προσπαθήσω'. Προ ολίγου, ήμασταν μαζί και, μιας και περνούσε αρκετά δύσκολη μέρα, άρχισα ξανά να του διαβάζω δικά του κείμενα. Κάποια στιγμή, διακόψαμε απότομα εξαιτίας ενός βίαιου κύματος βήχα, που τον άφησε σχεδόν χωρίς ανάσα. Τον κοίταξα με σμυγμένα φρύδια, βλέποντας το πόσο πονούσε και ετοιμάστηκα να του πω πως τον βλέπω που ταλαιπωρείται (μοναδικό σχόλιο που θα μπορούσε να δεχθεί μέχρι πριν λίγες ημέρες). Τότε όμως εκείνος μου αντιγύρισε το βλέμμα και είπε 'Ελπίζω!'. Στην αρχή δεν το κατάλαβα, και αστειεύτηκα: 'τι ελπίζετε, πως θα γίνετε καλά? Μα αυτό είναι δεδομένο!', είπα με ύφος. 'Όχι' μου είπε 'Τώρα πια ελπίζω, έχω ελπίδα! Θεωρούσα ότι δεν μπορώ να γίνω καλά, μα τώρα πιστεύω πως μπορώ'. 
Ποτέ δεν πίστευα στις μαγικές στιγμές της ψυχοθεραπείας, που άξαφνα όλα παίρνουν άλλη τροπή. Και στ' αλήθεια δεν υπάρχουν. Υπάρχουν όμως μαγικές στιγμές της ζωής, που η ελπίδα, σαν αρχέγονο ένστικτο αναγεννιέται από τις στάχτες της και φωλιάζει στην καρδιά και το μυαλό όπου και μεγαλώνει, δυναμώνει μέρα με την μέρα. 
Ο άνθρωπος αυτός αποφάσισε σε μια στιγμή να ζήσει. Και ετούτη η στιγμή έδωσε ζωή και στους δυο μας. Παρότι σαν θεραπευτές μαθαίνουμε πως δεν εμπλεκόμαστε συναισθηματικά με την κατάσταση του ασθενή, για να διαφυλάξουμε και την δική μας ψυχική ηρεμία, την ώρα της θεραπείας ο μόνος τρόπος να επιτευχθεί οποιασδήποτε μορφής πρόοδος είναι η ουσιαστική επαφή, που επιτυγχάνεται με έναν απόλυτο συντονισμό της θεραπευτικής δυάδας. 
Μπορεί στην συνεδρία να βούρκωσα και να είχα έντονα συναισθήματα, μα βγαίνοντας, ο άνθρωπος αυτός έμεινε εκεί για εμένα- δεν πήρα μαζί μου το βάρος του, το πρόβλημά του, την σκέψη του. Κι όμως... πήρα μαζί μου κάτι πιο σημαντικό έπειτα από εκείνη την συνεδρία: πήρα ελπίδα. Αυτός, αυτός που βασανίζεται και ταλαιπωρείται με κάθε λογής τρόπο αποφάσισε πως θέλει να ζήσει, θέλει να παλέψει. Τι μπορεί να σταματήσει εμένα? 
Και έτσι, ναι, σε μια στιγμή επαφής δύο ζωές άλλαξαν, έστω και λίγο, και ακολουθούν πλέον νέα πορεία. Σε μια στιγμή, η ελπίδα αναγεννήθηκε και μέρα με την μέρα μεγαλώνει.  


Σημείωση: Γίνεται αναφορά σε συνεδρίες ατομικού επιπέδου σε μια συγκεκριμένη μονάδα φροντίδας ηλικιωμένων στην Αθήνα. 

Δευτέρα 22 Αυγούστου 2016

Όταν η αυτοκαταστροφικότητα γίνεται cool και trendy




Τελευταία έχει προκύψει μια... νέα μόδα: σε κάθε είδους site κοινωνικής δικτύωσης μπορεί να συναντήσει κανείς εικόνες με προσεγμένο edit, που παρουσιάζουν κάθε είδους αυτοκαταστροφική συμπεριφορά, συνοδευόμενες από αντίστοιχες λεζάντες.

Δείχνει η εικόνα μια γυναίκα να πίνει και να καπνίζει σκεπτική, και γράφει από κάτω 'can't deal with it'. Δείχνει η εικόνα ένα σωρό ναρκωτικά αραδιασμένα σε πολύχρωμο backround- 'only way to keep sane' λέει. Δείχνει η εικόνα ένα χέρι με μια καρδιά χαραγμένη επάνω, 'broken inside' από δίπλα. Ότι και να δείχνει η εικόνα, το concept μένει πάντα το ίδιο: προμοτάρεται κάποια αυτοκαταστροφική συνήθεια. Το ποια θα είναι η εκάστοτε συμπεριφορά μπορεί να διαφέρει- από χρήση ουσιών, σε απερίσκεπτη οδήγηση, και από σωματική βλάβη σε αυτό-απομόνωση, μα η θεματολογία παραμένει η ίδια. Εν ολίγοις, όλες ετούτες οι εικόνες λένε πως 'είναι cool να βλάπτεις τον εαυτό σου'. Αυτό δεν το λένε μέσα από τα καταγεγραμμένα λόγια, μα μέσω του ύφους τους, καθώς συμπεριλαμβάνουν όλα τα χαρακτηριστικά των trendy φωτογραφιών που επιθυμεί κανείς να έχει σε οποιοδήποτε προφίλ του: προσεγμένο edit, όμορφες γυναίκες (συνήθως σε sexy στάσεις), κατάλληλους χρωματισμούς, ωραία τοπία. Συν του ότι περνάνε ένα κάποιο 'βαθύ' μήνυμα στο τέλος, που υποδηλώνει πως το άτομο έχει πλούσιο εσωτερικό κόσμο, γεμάτο πολύπλοκα συναισθήματα. 

Και αντί ο κόσμος να αντιδρά σε τέτοιου είδους εικόνες, κάνει like, share και comment στήριξης- του τύπου 'σε καταλαβαίνω'. Έτσι, για δοκιμή της δημοτικότητας του φαινομένου, μπορεί κανείς να ψάξει στις εικόνες του google φράσεις όπως 'broken inside', 'tragically beautiful', 'tortured soul' κλπ. 
  


Μια τέτοια κατάσταση προξενεί πληθώρα προβληματισμών. Πρώτος και κύριος- όντως τα άτομα που ποστάρουν ετούτες τις εικόνες έχουν ετούτες τις σκέψεις? Και εάν όχι, τότε γιατί? 

Το να πάσχει κάποιος από οποιασδήποτε μορφής ψυχική νόσο και να βασανίζεται από αυτοκαταστροφικές και καταθλιπτικές σκέψεις δεν είναι προϊόν προς εκμετάλλευση. Τα άτομα που ταλαιπωρούνται από αυτοκαταστροφικότητα καλό θα ήταν να απευθυνθούν σε κάποιον ειδικό- όπως ψυχολόγο ή ψυχίατρο, ή έστω να εκφραστούν σε οικογενειακά και φιλικά πρόσωπα. 

Ταυτόχρονα, όσοι απλώς νιώθουν κάπως down ετούτη την περίοδο, ή περνούν μια δύσκολη μέρα καλό θα ήταν να μην θεωρούν πως η ζωή τελείωσε και πως αυτό πρέπει να το μοιραστούν με τον υπόλοιπο κόσμο μέσω facebook, instagram, κλπ. Και πάλι η βοήθεια από ειδικούς και κοντινά πρόσωπα είναι καλύτερη λύση από τα like του οποιουδήποτε site.  

Δεν υπάρχει τίποτα cool και ωραίο στην αυτοκαταστροφικότητα και τα συμπτώματά της. Δεν είναι βαθύ, δεν είναι ρομαντικό και όμορφο, δεν είναι είναι κατάλληλο μέσο για να λάβει κανείς προσοχή και δεν είναι τρόπος έκφρασής της τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Η αυτοκαταστροφικότητα αφήνει ανεξίτηλα σημάδια στο σώμα και την ψυχή, ενώ το να αφεθεί κανείς σε αυτήν, είναι δρόμος χωρίς επιστροφή. 
   
Με το να κάνεις μια τέτοια εικόνα share ή με το να πατήσεις like προωθείς την αυτοκαταστροφική συμπεριφορά ως κάτι φυσιολογικό ή επιθυμητό. Αυτό δεν βοηθά τους ανθρώπους που όντως πάσχουν να απευθυνθούν σε κάποιον, ενώ οδηγεί υγιή άτομα σε μη υγιείς συμπεριφορές. 

Ο πόνος από ένα χέρι που μόλις χαράχθηκε με ξυράφι, το αίμα που τρέχει ζεστό, η αργή επούλωση, το σχήμα που μονιμοποιείται στο χέρι δεν έχουν τίποτα το αξιοζήλευτο, αξιοπρόσεκτο και άξιο επίδειξης. Το πονεμένο και ταλαιπωρημένο από ουσίες στομάχι, η αλλαγή του μεταβολισμού, η έλλειψη ενέργειας, ύπνου και όρεξης, και η αξιολύπητη εμφάνιση δεν είναι ούτε συνταρακτικά, ούτε συγκινητικά ούτε στυλάτα. 
Το αβάσταχτο βάρος της θέλησης να βλάψει κανείς τον εαυτό του για να γλυτώσει από τα όσα τον καθηλώνουν, η άβυσσος στην οποία σιγά σιγά πέφτει το άτομο, η επιθυμία που πάει αντίθετα με κάθε ζωτικό ένστικτο δεν έχουν τίποτα το ωραίο.  

Ας πάψουμε να στηρίζουμε την αυτοκαταστροφικότητα και να την θεοποιούμε. Ας την αντιμετωπίσουμε τελικά για αυτό που είναι: μια πραγματικότητα μερικών που χρήζει βοήθειας και αντιμετώπισης, και όχι μια μόδα, κάτι το cool και trendy. 


Σημείωση: Η εικόνα προέρχεται από την σελίδα του facebook του Personality Disorders Awareness Network, πριν από κάποιους μήνες https://el-gr.facebook.com/PDAN/ 

Δευτέρα 13 Ιουνίου 2016

Αποδοχή Εντός και Εκτός Ψυχοθεραπείας



Εχθές πήρα μέρος σε ένα σεμινάριο Κλινικής Ψυχολογίας. Εκεί, συζητήθηκαν οι παθήσεις, η διάγνωση, ο βέλτιστος τρόπος αντιμετώπισης. Η ώρα κυλούσε με ενδιαφέρον και ένιωθα πως κέρδιζα γνώσεις. Ώσπου στο τέλος ήρθε η ώρα των ερωτήσεων.
Ο καθένας σήκωνε το χέρι του και ρωτούσε- κάποια στιγμή ήρθε και η σειρά μιας νεαρής και συμπαθητικής κοπέλας με ψιλή φωνή. 'Να ρωτήσω κάτι... Αν έρθει κάποιος πελάτης στο γραφείο μου με διαφορετικές πεποιθήσεις από εμένα, τι κάνω?' εύλογη ερώτηση- που εύκολα κανείς μπορεί να δώσει απάντηση στην θεωρεία μα όχι στην πράξη. 'Λοιπόν βλέπεις αν εσύ η ίδια μπορείς να δουλέψεις μαζί του, αλλιώς από τις πρώτες συνεδρίες κιόλας καλό θα ήταν να τον παραπέμψεις' απαντά (σοφά σχεδόν) η εισηγήτρια. 'Και αν όπως δεν τον αντέχω εγώ έτσι δεν τον αντέχουν και άλλοι αυτόν τον πελάτη?' άλλη καλή απορία. 'Κάποιος θα τον αντέξει- ο κάθε θεραπευτής έχει το δικό του όριο για το τι μπορεί να διαχειριστεί και τι όχι'. 'Ναι, μα δεν είναι καθήκον μου να τον διορθώσω?'
Στο άκουσμα αυτών των λέξεων σχεδόν ανατρίχιασα από θυμό. Μα η κοπέλα δεν σταμάτησε εκεί, και δεν ήταν μόνη της πλέον- άλλα δύο άτομα από τους (οκτώ) συμμετέχοντες την υποστήριξαν. 'Αν μια γυναίκα πιστεύει πως οι άντρες πρέπει να δουλεύουν και εκείνη να κάθετε, αν κάποιος είναι υπερβολικά θρήσκος, αν κάποιος είναι ακροδεξιός? Δεν είναι καθήκον μας να τον διορθώσουμε? Να του πούμε πως τα πιστεύω του δεν είναι σωστά? Να βρούμε τι πρόβλημα έχει και φέρεται έτσι?'
Κάπου εκεί, και πάνω που είχε ανάψει το debate, δεν άντεξα να μην μιλήσω και εγώ: ' Όποιος έχει αντίθετα με εσένα πιστεύω δεν έχει αναγκαστικά κρυφή ψυχοπαθολογία από πίσω.' 'Μα η ισότητα είναι γεγονός, πως μπορεί να την αρνηθεί κανείς? μου απάντησαν με σθένος, εστιάζοντας στο πολιτικό παράδειγμα του ακροδεξιού. 'Για σένα είναι γεγονός, για κάποιον που έχει μεγαλώσει αλλιώς δεν είναι!' είπα. Δεν ξέρω αν οι υπόλοιποι κατάλαβαν από τα λόγια μου πως προσπαθούσα να υποστηρίξω την ιδεολογία, μα ουσιαστικά υποστήριζα το δικαίωμα του καθενός να πιστεύει ότι θέλει, χωρίς να δέχεται κριτική για αυτό στην θεραπεία. 'Θα σου φέρω έναν βιολόγο να στο αποδείξει!' φώναξε ένας. 'Δουλειά του θεραπευτή είναι να διορθώνει τέτοια προβλήματα!' φώναξε μια. 'Όχι, δουλειά του πολιτικού επιστήμονα είναι να εξηγεί τον φασισμό και τα όσα σχετίζονται με αυτόν, όχι του θεραπευτή. Όποιος θεωρεί τον εαυτό του αλάθητο μπορεί να ξεκινήσει αμέσως να διορθώνει και τους υπόλοιπους!' είπα με κάπως επιθετικό ύφος.
Η κουβέντα συνεχίστηκε σε παρόμοιο τόνο για ώρα. Οι μισοί της αίθουσας υποστήριζαν πως είναι δουλειά του θεραπευτή να βρίσκει την παθολογία πίσω από κάποια (διαφορετικά από τα δικά μας) πιστεύω και να την 'διορθώνει', ενώ οι υπόλοιποι έλεγαν πως ένα χαρακτηριστικό από μόνο του, όπως μια πεποίθηση, δεν σημαίνει απαραίτητα παθολογία. Η 'λεκτική αναμέτρηση' δεν ήταν τόσο ενδιαφέρουσα ή τόσο πετυχημένη, μα αποκάλυψε πολλά!
Κάποια στιγμή, η εισηγήτρια, χωρίς να παίρνει θέση, εξήγησε: 'Πως θα δουλέψεις με κάποιον που έχει βλάψει άλλους, που έχει βιάσει, που έχει σκοτώσει αν τα πιστεύεις αυτά? Πως θα του προσφέρεις ειλικρινή αποδοχή?΄ Δεν φάνηκε να έπεισε και κουβέντα συνεχίστηκε ανεξέλεγκτα.
Μετά από κάποιο δυναμικό σχόλιο, η κοπέλα που ξεκίνησε την συζήτηση είπε 'Δεν θεωρείται ότι πρέπει να κοιτάξουμε τι κρύβεται πίσω από τόσο άθλια πιστεύω?' (είχαμε παραμείνει στο πολιτικό παράδειγμα). 'Ίσως εσύ πρέπει να κοιτάξεις' της είπα 'την ανάγκη σου να συμφωνούν όλοι με τις απόψεις σου και να το δουλέψεις στην εποπτεία, αντί να δουλέψεις ως θεραπεύτρια τα διαφορετικά πιστεύω του άλλου'. Σώπασε. Χάρηκα- νόμιζα ότι έπεισα. Ένα δευτερόλεπτο μετά όμως, μια τρομακτική σκέψη πέρασε από το μυαλό μου: ίσως και εγώ πρέπει να δουλέψω στην εποπτεία γιατί θεωρώ απαραίτητο να έχουν όλοι οι θεραπευτές αποδοχή και κατανόηση, και γιατί κατάφερε έστω και λίγο να με νευριάσει με τα λόγια της εκείνη η κοπέλα με την ψιλή φωνή.
Ο διάλογος μπορεί να μην ήταν τόσο βαθύς, μα με οδήγησε σε πολλές σκέψεις. Αποδοχή σημαίνει η απόλυτη κατανόηση ότι ο άλλος είναι αυτός που είναι. Ως θεραπευτές, δουλειά μας δεν είναι να το παίζουμε θεοί και ανώτερα όντα που διορθώνουν σε κάποια μορφή φτηνής ψυχοεκπαίδευσης, μα να δείχνουμε στο άτομο ότι όπως και αν είναι μπορεί να δουλέψει με τα όσα κάνουν εκείνο δυσλειτουργικό και μπορεί να οδηγηθεί στο να καλύπτει τις ανάγκες του μόνο του.
Αν εκείνη η κοπέλα είχε κάποιον ακροδεξιό ως πελάτη δεν θα το κατάφερνε, το ίδιο και εγώ αν είχα αυτή την κοπέλα. Έτσι λοιπόν καταλήγω στο ότι, ακριβώς όπως είπε η εισηγήτρια, ο κάθε θεραπευτής έχει το δικό του προσωπικό όριο αποδοχής και κατανόησης. Εμένα μπορεί να μου φαίνεται πιο εύκολο να αποδεχθώ ακόμα και ανθρώπους που έχουν σκοτώσει ή έχουν βιάσει (που είναι και φοβία μου, όπως σε άλλες γυναίκες), μα να αδυνατώ να κατανοήσω έναν θεραπευτή που θέλει να 'διορθώσει'. Και ακριβώς το σημείο όπου μπαίνει η κριτική, έστω και άθελά μας, έστω και μηδαμινά, εκεί πρέπει να παραπεμφθεί και ο πελάτης. Γιατί ψυχοθεραπευτική δουλειά δεν θα γίνει.
Γιατί η αποδοχή δεν πάει σε επίπεδα, είναι ολοκληρωτική, χωρίς όρους- όπως εξαίσια το έχει θέσει ο Rogers χρόνια τώρα, unconditional positive regard!
Από την μία, είμαστε άνθρωποι οπότε και δεν μπορούμε να διαχειριστούμε εντελώς τις πεποιθήσεις μας και τα συναισθήματα γύρω από αυτές. Ακόμη και οι θεραπευτές, που κυριολεκτικά δουλειά τους είναι να αποδέχονται, δεν μπορούν να το πετύχουν πάντοτε απόλυτα. Από την άλλη βέβαια, όσο περισσότερη αποδοχή έχει καταφέρει να επιτύχει ένα άτομο, τόσο πιο πιθανό είναι να την εκδηλώνει σε πολλούς και διαφορετικούς τομείς.
Ίσως λοιπόν, καταλήγοντας την σκέψη μου, να ήταν καλό να αφήσουμε τις τεχνικές και τις δραστηριότητες στην άκρη για λίγο, και να εστιάσουμε στην ουσία- την κατανόηση και την βοήθεια, στις ανάγκες του ατόμου.
  

Πέμπτη 28 Απριλίου 2016

Vacation and Therapy

Most people wait eagerly for the few days they have each year to take a vacation from work. Whether it is Christmas, Easter, or the summer time, all desire and need these days off to relax and charge their batteries. Well, most people, but not psychologists.
Don't get this wrong. In the private individual setting of an office, it is easy to arrange the appointments and prepare the clients for the short departure. But in a clinical group setting, the commitment that is made tends to overlook the need for those few days of vacation.
For residents of psychiatric clinics or care units, the group activities are the only activities that occur within their day, thus their only chance to work their issues, socialize, and engage in something fruitful. Moreover, this communication is their only way to actually experience certain special events, otherwise those pass complitely unnoticed.
Noone argues that all therapists working on a unit should never take a day off, only that some of these days could be sacrificed for another day at work, for the sake of the people who need this more than therapists need to relax. If a unit has more than one responsible therapists, then at least one could remain in the work setting during a special day, or a vacation.
It sounds horrible when stated in this manner, just like another obligation that has to be endured, but this is not the case. After spending one day- one 'sacrificed' day with patients of a clinic, one will understand the personal benefit that this comes along with. It is not that they are happy, it is something more. These people suddenly become family- with each other, and with the professionals.
Again, do not get this wrong. The emotional distance necessary to do such a job still remains, but for the day, for the moment alone, the labels 'patient' and 'therapist' vanish, and all are considered under the same category: humans.
After all, to take a Rogerian standpoint, is there anything more therapeutic than the actual regard and the true communication that can be achieved between people? Is there any tool more useful than genuine care?
Patients feel that they matter, they are allowed to express freely, they have the opportunity to enjoy and, for a brief time, experience a situation without a constant reminder of their disorder. Patients can feel hope.
Spending national holidays, religious feasts and hot summer days in an elderly care unit with individuals with dementia revealed an entire new aspect of the job for me. Now I have come to see such days as reward of hard work: working in a daily basis with people can reveal their ugly side- even their annoying one, but during these special day, you only see smiles and joy is spread around. I do not refer to the smile rising from a simple good mood, but a genuine smile coming from the heart, despite any current mood.
The time that is spent with the patients outside the strict structure of therapy adds a significant bond, with a great (implicit) psychotherapeutic outcome.
In short, everyone is having fun together, and a new level of connection is achieved through that. It is an experience that can not be accurately described in words, but can be lived intently through experience.

Τετάρτη 27 Απριλίου 2016

Medication for mental illness and mental health

During a lazy Sunday walk in an alley in the center of Athens, I came across a wall with a phrase written on it: 'I want Xanax'. This may pass unnoticed by most, and others may laugh, but to mental health professionals the phrase may bring to mind a variety of implications. Currently, medication conserning mental health has become quite popular to the general public, up to the point that plenty of people remain under pharmacotherapy.

As extensive research has revealed, when it comes to psychological illness, medication is a necessary component of treatment. This is because mental illness is just like any other biological disorder: some aspect of the physiology is altered and medication helps in bringing it back to normal (desired) levels.
Still, when no disorder is present, pharmacotherapy is not necessary, and it may even have negative effects on the physiological regulation of the person. Thus, healthy individuals should not receive medication concerning mental health, because this may have adverse effects, as well as side effects, and because it can become quite addictive.
Any medicine is designed to alleviate specific symptoms of a specific disorder by targeting their biological causes; they interfere with the specific biological process that causes the disorder, thus allowing the person to have the biochemical compounds of the body neutralized in a way. This of course, is in case there is a disorder, or at least a severe symptomatology present. Because in the absense of that, medication acts in an 'extra' way- it adds certain compounds where they exist already or it removes compounds where they are already low, to state it as simply as possible. This situation may lead to adverse effects than the desired ones. For example, antipsychotic medication could lead to psychotic symptoms, antianxiety medication could cause, irronically, more anxiety, even feelings of terror, and antidepressing treatment could lead to mood swings and exhaustion.
On top of that, medication conserning mental health has unfortunately plenty of side effects. These are the necessary harm for those who need it to remain functional, yet they appear more and in a more severe form to those who do not need treatment. For example antipsychotic medication could increase the risk for seizure, the one targeting anxiety could cause drowsiness during the day, and antidepressive drugs could lead to a decrease in the sexual drive, and nightmares. Those are just a few side effects- it should be noted that every type of medication, and every specific drug has some aftereffect, ranging from the psychological to the biological level. The less the medication is necessary, the greater the aftermath.
Last but not least, medication for mental illness is highly addictive. The organism gets used to it, thus needs increasing amounts and more often. Moreover, if one regularly uses drugs, and suddenly quits, he/ she will experience withdrawal effects- the organism will 'miss' the drug and will crave for it, causing symptoms similar to the ones that actual drugs, like heroin, have upon stopping them, ranging from sleeping problems, excessive sweating, to anxiety and body pain.
It is easy to understand why a person would choose to take medication, even in the absence of a disorder. It can easily alleviate and smooth a negative state, while at the same time, since it is actual medication, it is considered socially acceptable (unlike harmful drugs, or even alcohol). To add up to that, some mental health professionals (such as psychiatrists or psychologists) put their own monetary interest above the well being of their client, thus propose medication when it is not needed (either for their own profit, or to create a fast change in the client). This situation, combined with the general tendency of the society towards any type of medication, for a quick alleviation, has lead many people to take drugs concerning mental health.
Still, people should not make such a decision easily. There are plenty of things one could do before ending up taking a drug that is not suitable for them. A first step is to consult a psychiatrist, and get educated on the symptoms that exist, and on the medication itself. Another step is to search the medication alone, through the internet- read information from reliable websites (such as the World Health Organization, or the national health organization of each specific country), or read- with caution- the experiences of others through blogs. Yet, the easiest way to get informed is by reading the directions listed on the box of each drug in detail. But most of all, one should dare to stare into the reasons that have lead them to decide that they need medication in the first place. Whether this means psychotherapy or a personal introspection (depending on the issue at hand), the best solution is to target the source of a problem, not simply alleviate its outcomes for a brief period of time.
To conclude, medication is fundamental and extremely helpful to those who suffer from a disorder, but it is unnecessary to the healthy population. The most dangerous part is not the drug itself, but the lack of knowledge and the misuse that this brings along.

Upon searching the word Xanax in the images of Google, little appear about the medication, whereas many images are revealed showing happy people wearing t- shirts with logos such as 'I love Xanax' on them. This alone shows that drugs concerning mental health have become overly popular and somewhat of a trend. Drugs are neither to be loved nor hated- they are just necessary sometimes. Neither the ones suffering from a disorder, nor the healthy ones should over- depend upon them. Instead, all should focus on working with the self, and evolving it with genuine care- this is the ultimate and long term solution that offers the maximum comfort.
During a Sunday walk in the center of Athens, I came across a wall with the phrase 'I want Xanax' written on it. This brough all sorts of questionning to mind. Yet during that same walk, only a little while later, I saw another wall, with a larger phrase written on it: 'Smile!'- and maybe this is the greatest advice of all.


Literature: P. Chartokollis, 1991. Introduction to Psychiatry, Athens, Themelio; L. Heiden, M Hersen, 2011. Introduction to Clinical Psychology, Athens, Pedio; A. Xristopoulou, 2008. Introduction to the Adult Psychopathology, Athens, Topos. 

Παρασκευή 22 Απριλίου 2016

A walk outside psychotherapy

Being a resident in a psychiatric clinic has many harsh implications, the worse of which is the loss of freedom; the patients are not allowed to leave the clinic without a supervisor. Some have family members who care for them, and not only visit the unit, but also take their relatives for a walk, or for a brief vacation back home. Those are the lucky ones. Unfortunately, they represent also the minority- most inpatients are left, almost abandoned in the clinic, until they forget what it feels like to be outside in the real world.
In the sphere of the psychotherapeutic treatment, in some units patients are taken out for a walk as often as their financial state allows- relatively once a month for a simple cup of coffee. This is a quite stressful process for the supervising therapists, since they have to take care of and be responsible for many at the same time- not to mention that there is always a fear that someone may try to run away. At the same time, it is a process that the patients love, something which makes it worthwhile for the therapists as well. 
Taking the patients out in the first place is not an easy thing to do. First, all must prepare themselves- it may seem easy but due to their disorders many have lost sense of self- care and hygiene. Thus, all must wear clean clothes, and wash their face (hopefully not in a compulsory manner). Then all are requested to gather up and organize. Usually the therapist gives strict directions to all to not walk away from the group, not cross carelessly the street and walk attentively. This is also the time when the therapist makes sure that all are ready to leave the clinic: patients in a relapse phase, or who are sick are necessarily excluded. 
After getting counted with precision, the patients are ready to leave. And their most exciting experience of the month begins. 
It can be seen in their faces clearly. Most are smiling, and seem more talkative than usual. Most prepare what they are about to order before hand- often exaggarating. Most, look at the outside world as if it is something new, dangerous and magnificent at the same time. 
In the transportation, they receive many odd looks and weird glances. But they do not notice. People are strange around them, but they are also often kind- offering their seat, or treating them with sweets- hoping to offer something to them. 
In the cafeteria, the employees are stressed and confused, but never hold back an honest smile. They follow the extreme requests of the patients with no complain, because after seeing, they understand. 
They understand that aside from being patients, they are also people, who can enjoy a cold coffe in a sunny day, joke and laugh, embrase the simple things in life with a greater excitement. 
                                   
This is what the therapists also see upon taking the patients out. As soon as they are removed from the clinical setting, their pathological aspect is minimized and their true character is revealed. That is not to say that they cease being ill or that this is not apparent to specialists and lay- persons as well; it simply implies that upon looking at the clinical population in the first place, there is a tendency to pathologise them- see them as nothing but their disorder. This is apparent in the general population through stereotypes and misunderstandings, but is even more apparent with clinicians, who focus in treating the illness not the person. 
Yet the same individuals that are seen every day moody, silent and staring into the void, can be observed to interact with each other, creating new friends, tell jokes, have fun. Outside the strict structure of the therapy, the patient can communicate in another level, a more honest one. And in fact, so can the therapists: when the therapeutic goal is not achieved through an activity or a discussion, but through enjoyment of the moment, the therapists naturally become less rigit and severe, and more open.
Going out for the patients means gaining hope. It means both remembering and practicing life, and it means that there is a chance to relive it. So many others get stressed on the way (ranging from health- care professionals, to the bus driver and the waiters) yet so many more end up feeling happier, and slightly more complete. 
In short, taking psychiatric patients out for a small walk, may make a large difference in the quality of interaction, in the quality of life. 



Literature: I. Yalom, 2009. Inpatient Group Psychotherapy. Athens, Agra; A. Xristopoulou, 2008. Introduction to the Adult Psychopathology, Athens, Topos.

Note: The walk with the patients was conducted by a specific psychiatric facility in Athens, Greece.