Παρασκευή 11 Αυγούστου 2017

Εθισμοί

Η πιθανή εικόνα:

            Οι λέξεις ‘ουσίες’ και ‘εθισμός’ μας φέρνουν στο μυαλό ανθρώπους που κάνουν κατάχρηση ουσιών (ιδίως παράγωγων του οπίου) που η τεράστια ανάγκη τους για λήψη της ουσίας τους οδηγεί σε ακραίες συμπεριφορές (π.χ. κλοπή) και σε ανεπιθύμητες καταστάσεις ζωής (π.χ. κακοποίηση κοντινών προσώπων). Η πραγματικότητα όμως είναι αρκετά πιο περίπλοκη, και μας αφορά όλους- και σε κοινωνικό επίπεδο μα και στο προσωπικό.

Τα στάδια του εθισμού:

            Όταν κανείς συναναστρέφεται με το αντικείμενο του εθισμού για πρώτη φορά, δεν εθίζεται απευθείας. Υπάρχει το αρχικό στάδιο της χρήσης (εάν μιλάμε για ουσίες) ή της επαφής, όπου το άτομο διαδρά με το αντικείμενο του εθισμού, χωρίς όμως αυτό να επηρεάζει την ζωή του με αρνητικό τρόπο. Στην πορεία, μπορεί (όχι όμως απαραίτητα) να αρχίσει η κατάχρηση, δηλαδή η υπερβολική συναναστροφή, που έχει κάποια αρνητικά αποτελέσματα στην ζωή και την καθημερινότητα του ατόμου. Τέλος, έρχεται η εξάρτηση, ο εθισμός: εκεί είναι που το αντικείμενο έχει ‘έλεγχο’ στην ζωή του ατόμου, και την επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό, με πολλούς αρνητικούς τρόπους (διαφορετικούς ανά άτομο). Έτσι γίνετε λοιπόν φανερό πως ένας εθισμός δεν εμφανίζεται απλά, και πως ο καθένας που θα συναναστραφεί με κάτι δεν σημαίνει πως αυτόματα θα εθιστεί σε αυτό. Η μίξη πολλών παραγόντων που δρουν ταυτόχρονα είναι που θα οδηγήσει εν τέλει στον εθισμό.
            Πρέπει να τονιστεί εδώ πως μπορούν να υπάρχουν άνθρωποι που να συναναστρέφονται με το αντικείμενο, να το έχουν στην ζωή τους, μα να μην είναι εθισμένοι σε αυτό. Η έννοια του εθισμού βασίζεται στο κατά πόσο το αντικείμενο έχει αντίκτυπο στο άτομο και την ζωή του.
            Επίσης υπάρχουν και διαφορετικά επίπεδα εθισμού- δηλαδή διαφορετικοί βαθμοί σοβαρότητας στους οποίους η ζωή κάποιου μπορεί να επηρεάζεται από την χρήση.

Ο ορισμός του εθισμού:

            Πολλοί ορισμοί έχουν δοθεί για τον εθισμό. Για παράδειγμα, όσον αφορά την ουσιοεξάρτηση, ένας δυνατός ορισμός έχει γραφτεί από τους Svage, Joranson και Covington (2003): ‘Εθισμός είναι μια πρωτογενής, χρόνια, νευροβιολογική νόσος που διέπεται από γενετικούς, ψυχοκοινωνικούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες… χαρακτηρίζεται από συμπεριφορές στις οποίες περιλαμβάνονται ένα η περισσότερα από τα ακόλουθα: διαταραγμένος έλεγχος της χρήσης ψυχοδραστικών ουσιών, καταναγκαστική χρήση, συνέχιση της χρήσης παρά την βλάβη και την ακατάσχετη επιθυμία που δημιουργείται από αυτήν’.
            Κλινικά, οι διαγνωστικές κατηγορίες που υπάρχουν και αναφέρονται σε εθιστικές συμπεριφορές είναι αρκετές. Υπάρχει η διάγνωση για την κατάχρηση ουσιών (‘ένα δυσπροσαρμοστικό πρότυπο χρήσης ουσιών που οδηγεί σε κλινικά σημαντική έκπτωση ή ενασχόληση’- εμφανίζεται με διάφορα συμπτώματα, για τουλάχιστον 12 μήνες), καθώς και για την εξάρτηση από ουσίες (δυσπροσαρμοστικό πρότυπο, για 12 μήνες, που εμφανίζεται με σοβαρότερα συμπτώματα). Υπάρχει βέβαια και η διάγνωση για βουλιμία, που εμπεριέχει το στοιχείο του εθισμού, όμως υπόκειται σε διαφορετική κατηγορία ψυχοπαθολογίας.
            Εν συνόλω παρότι η έννοια, η ουσία του εθισμού εμπερικλείετε σε διάφορες εκφάνσεις της ψυχοπαθολογίας, διαγνωστικά, ο εθισμός έχει συνδεθεί περισσότερο με την ουσιοεξάρτηση.

Οι πτυχές του εθισμού:

            Ο εθισμός είναι μια ευρεία έννοια με πολλές πτυχές. Αρχικά έχει μια βιολογική πτυχή, η οποία περιλαμβάνει αλλαγές στον εγκέφαλο κατά την διάρκεια και μετά από την συναναστροφή με το αντικείμενο του εθισμού. Ο εγκέφαλος όταν δέχεται εξωτερικά ερεθίσματα, αντιδρά με τις κατάλληλες χημικές διεργασίες. Όταν υπάρχει συναναστροφή με το αντικείμενο του εθισμού, οι λειτουργίες του εγκεφάλου διαφοροποιούνται από την προηγούμενη κατάστασή τους, και φτάνουν σε ξεχωριστά επίπεδα. Αυτό το αντιλαμβάνεται ο εγκέφαλος ως κάτι επιθυμητό, θετικό, που του προσφέρει, και για αυτό τον λόγο τα αντικείμενα του εθισμού είναι επιθυμητά. Μετά την συναναστροφή, ο εγκέφαλος επιστρέφει στις συνηθισμένες του καταστάσεις, κάτι όμως που στο άτομο μοιάζει ως μεγάλη διαφορά από την προηγούμενη φάση, που αισθανόταν αυτό το ‘ποθητό’. Για αυτό κανείς αναζητά περαιτέρω επαφή, και οδηγείται (βιολογικά) από την χρήση στην κατάχρηση και τον εθισμό. Στον εθισμό ο κύριος νευροδιαβιβαστής (χημικό μόριο που επηρεάζει την λειτουργία του εγκεφάλου) είναι η ντοπαμίνη, που είναι κυρίως υπεύθυνη για την κίνηση, και για το αίσθημα του επιθυμητού. Τα επίπεδά της ανεβαίνουν κατά την συναναστροφή, και επιστρέφουν στα φυσιολογικά έπειτα.
            Ταυτόχρονα όμως, υπάρχει και μια γενετική πτυχή του εθισμού. Πολλές έρευνες των τελευταίων ετών έχουν δείξει πως ένα σημαντικό ποσοστό του εθισμού του κάθε ατόμου είναι κληρονομικό. Η κληρονομικότητα ως έννοια αναφέρεται στο ότι κάποιες πληροφορίες για την δομή και την λειτουργία του οργανισμού είναι καταγεγραμμένες στο DNA του, το οποίο περνά από γενιά σε γενιά. Παρότι ακόμα δεν έχουν στοχοποιηθεί συγκεκριμένα γονίδια (μέρη του DNA) που να είναι υπεύθυνα για τους εθισμούς, έχει φανεί ξεκάθαρα πως όταν κάποιος είναι εθισμένος σε κάτι, οι απόγονοί του έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να είναι και εκείνοι εθισμένοι σε κάτι (όχι απαραίτητα στο ίδιο πράγμα).
            Παράλληλα, ο εθισμός εμπεριέχει και μια έντονη ψυχολογική πτυχή, που μεταφράζεται στην συμπεριφορά, τις σκέψεις και το συναίσθημα του ατόμου. Αυτό σημαίνει ότι παρότι σε ένα επίπεδο το αν θα εθιστεί κανείς σε κάτι εξαρτάτε καθαρά από το τι συμβαίνει στον εγκέφαλό του (άρα και το άτομο δεν είναι διόλου υπεύθυνο για αυτό), η εν τέλει έκφραση του εθισμού εξαρτάτε και από ψυχολογικούς παράγοντες. Αυτό φαίνετε επειδή πολλοί άνθρωποι μπορεί να κάνουν την ίδια συμπεριφορά, μα μόνο μερικοί από αυτούς να οδηγηθούν στον εθισμό. Έτσι, ο χαρακτήρας, τα βιώματα, η συναισθηματική φάση του ατόμου και άλλοι παρόμοιοι παράγοντες παίζουν πολύ μεγάλο ρόλο στο κατά πόσο θα εθιστεί κανείς.
            Τέλος πρέπει να σημειωθεί πως υπάρχει και μια κοινωνική πλευρά του εθισμού: από την μία η έννοια της διαθεσιμότητας και από την άλλη η έννοια του κοινωνικού πλαισίου του ατόμου. Αρχικά εάν ένα άτομο έχει ανθρώπους στο περιβάλλον του που είναι εθισμένοι σε κάτι, έχει περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξει και το ίδιο κάποιας μορφής εθισμό, καθώς ως συμπεριφορά θα του είναι προσβάσιμη. Ταυτόχρονα, το κατά πόσο κανείς έχει κατάλληλο κοινωνικό περιβάλλον, δηλαδή ανθρώπους να τον στηρίζουν και να είναι δίπλα του επηρεάζει όχι μόνο το εάν θα αναπτύξει τον εθισμό, μα και αν θα μπορέσει να τον ξεπεράσει.
            Έτσι φαίνεται πως ο εθισμός είναι μια πολύπλευρη έννοια, που επηρεάζετε από βιολογικούς, γενετικούς, ψυχολογικούς μα και κοινωνικούς παράγοντες. Το κατά πόσο θα αναπτύξει κανείς έναν εθισμό ή όχι δεν εξαρτάται από τίποτα από τα παραπάνω μεμονωμένα, παρά από τον συνδυασμό αυτών: οι παράγοντες ξεχωριστά αυξάνουν την συνδυαστική πιθανότητα να αναπτύξει κανείς εθισμό (για παράδειγμα εάν κάποιος έχει το γενετικό υπόβαθρο, και μια ψυχολογική διάθεση μπορεί να αναπτύξει τον εθισμό, ενώ εάν κάποιος έχει το γενετικό υπόβαθρο μόνο του μπορεί να μην αναπτύξει).

Τα αντικείμενα του εθισμού:

            Ο εθισμός μπορεί να αναπτυχθεί ως προς διαφορετικά πράγματα. Αρχικά υπάρχει ο εθισμός στο τσιγάρο (την νικοτίνη) και το αλκοόλ, και τα δύο εκ των οποίων μπορούν να θεωρηθούν ως νόμιμα ναρκωτικά. Υπάρχει επίσης ο εθισμός σε ψυχοδραστικές ουσίες, που αποτελεί και την πιο διαδεδομένη (από άποψη προβολής) εκδοχή. Εδώ από την μία μπορεί να αναφερόμαστε σε παράνομες ναρκωτικές ουσίες (όπως παράγωγα της αμφεταμίνης, ή του οπίου), μα και σε νόμιμα φάρμακα. Πρέπει να σημειωθεί πως πολλοί άνθρωποι καταναλώνουν ψυχιατρικά φάρμακα χωρίς να υπάρχει ψυχιατρική νόσος, στα οποία και καταλήγουν να εθίζονται (εάν υπάρχει ψυχιατρική νόσος στο υπόβαθρο, τα φάρμακα μπορούν να εθίσουν τον οργανισμό σε ένα επίπεδο, δηλαδή να τον κάνουν να συνηθίσει, όμως τα οφέλη σε αυτή την περίπτωση είναι πολλά). Αυτές είναι εν συνόλω οι ουσιοεξαρτήσεις. Σε αυτές, η όλη διαδικασία του εθισμού επηρεάζεται και από την επίδραση που έχουν οι ουσίες καθαυτές στον εγκέφαλο, σε συνδυασμό με την συμπεριφορά. Έτσι οι ουσιοεξαρτήσεις, ιδιαίτερα επειδή είναι και μια εμφανής έκφανση, μπορεί να θεωρηθούν ότι βλάπτουν το άτομο περισσότερο από ότι άλλες, αυτό όμως εξαρτάται από την κάθε περίπτωση ξεχωριστά.
            Υπάρχουν όμως και καθαρά συμπεριφορικές εξαρτήσεις. Παραδείγματα αποτελούν η κλεπτομανία, ο τζόγος, η βουλιμική κατανάλωση τροφής, το internet, τα social media, τα παιχνίδια (gaming), οι εθιστικές διαπροσωπικές σχέσεις. Όλα αυτά αποτελούν συμπεριφορές που μπορεί σε ένα επίπεδο όλοι να τις κάνουν- για παράδειγμα πολλοί μπορεί να παίζουν χαρτιά, ή να τρώνε υπερβολικά κάποιες φορές. Όταν όμως υπάρχει το αίσθημα της ανάγκης για αυτά, και η δυσκολία του να πορευτεί κανείς χωρίς αυτά, τότε μπορούν να θεωρηθούν ως εξαρτήσεις. Ένα σημαντικό κομμάτι είναι αυτό των διαπροσωπικών σχέσεων: ζευγάρια που παρότι μπορεί να βλάπτουν ο ένας τον άλλον (άμεσα και έμμεσα) συνεχίζουν να παραμένουν μαζί, γιατί συναισθηματικά νιώθουν ότι δεν θα τα καταφέρουν χωρίς τον/ την σύντροφο (συνήθως ο ένας εκ των δύο θα εκδηλώνει την συμπεριφορά). Είναι σημαντικό να γνωρίζουμε την ύπαρξη αυτής της πτυχής καθώς είναι κάτι που δεν φαίνεται ξεκάθαρα (σε αντίθεση με την ουσιοεξάρτηση) μα μπορεί να επηρεάζει υπερβολικά την ζωή του ατόμου, κάτι που ισχύει και για άλλες συμπεριφορικές και ‘λιγότερο φανερές’ εξαρτήσεις.

Η ουσία του εθισμού:

            Στην βιβλιογραφία, η λέξη εθισμός δεν προτιμάται. Αυτό γιατί δεν αποτελεί ικανοποιητικό επιστημονικό ορισμό, έχει ασάφεια, και συνδυάζεται με στιγματισμό. Μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τον εθισμό ως μια νόσο, καθώς έχει αρκετά χαρακτηριστικά κοινά. Μάλιστα έρευνες έχουν δείξει τα κοινά χαρακτηριστικά (π.χ. βιολογική βάση, ιδιαίτερα συμπτώματα κλπ) της εξάρτησης με άλλες νόσους- όπως τον σακχαρώδη διαβήτη, της υπέρτασης, του άσθματος. Η χρήση της λέξης ‘νόσος’ για τους εθισμούς βοηθά στο ότι δεν είναι συναισθηματικά φορτισμένη, και στιγματισμένη, ενώ ταυτόχρονα υπονοεί πως υπάρχει ένα ξεκάθαρο βιολογικό υπόβαθρο το οποίο μπορεί να μελετηθεί από τους ειδικούς. Τέλος, συνδυαστικά τα παραπάνω οδηγούν στο γεγονός ότι οι εξαρτήσεις δεν είναι κάτι για το οποίο ‘φταίει’ το άτομο, εξαιτίας των κακών επιλογών του. Συγκεκριμένα, κάποιος που έχει το βιολογικό και γενετικό υπόβαθρο, και κάποια ψυχολογική φάση, χωρίς κοινωνικό κύκλο θα αναπτύξει τον εθισμό, όχι επειδή δεν έκρινε καλά στην ζωή του, μα γιατί οι παράγοντες συνδέονται και τον οδηγούν στην έκφανση της νόσου. Έτσι κανείς μπορεί να εθιστεί σε μια ουσία (χρήστες της οποίας θεωρούμε συχνά υπεύθυνους για τις επιλογές τους), ή εάν αυτή δεν υπάρχει διαθέσιμη στο περιβάλλον του, σε κάποια συμπεριφορά. Κάποιος λοιπόν του οποίου οι παράγοντες όλοι μαζί συνδέονται και αυξάνουν την πιθανότητα να αναπτύξει εθισμό, μπορεί να το κάνει με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Ο εθισμός θα είναι η έκφανση του προβλήματος που υπάρχει, βιολογικά, ψυχολογικά, κοινωνικά, όχι ή πηγή του. Υποθετικά, εάν κάποιος εθισμένος σε μια ουσία αναγκαστεί να ξεκόψει χωρίς να το θέλει, θα εθιστεί σε κάτι άλλο. Έτσι λοιπόν φαίνεται πως καλό θα ήταν όταν κανείς βιώνει έναν εθισμό, να αντιμετωπίζει θεραπευτικά την πηγή του, ώστε να μπορέσει να αλλάξει τρόπο ζωής και αντίληψης.

Η θεραπεία:

            Υπάρχουν αρκετές θεραπείες για τους εθισμούς. Ανάλογα τον τύπο της εξάρτησης, υπάρχει και κατάλληλη θεραπεία! Υπάρχει φαρμακοθεραπεία (ειδικά για όσους είναι εθισμένοι σε ουσίες) και ψυχοθεραπεία- ατομική ή σε γκρουπ. Η πιο διαδεδομένη είναι τα 12 Βήματα, τρόπος χρονικά περιορισμένης θεραπείας που ξεκίνησε για τους εθισμένους στο αλκοόλ, και μετέπειτα και σε ναρκωτικές ουσίες. Καθώς οι θεραπευόμενοι παραμένουν συχνά ανώνυμοι λόγω φόβου για στιγματισμό και κοινωνικό αποκλεισμό (π.χ. ανώνυμοι αλκοολικοί) το ευρύ κοινό και άλλοι που βιώνουν εθισμούς, δεν ακούν συχνά για τις περιπτώσεις των ανθρώπων που τους ξεπέρασαν. Έτσι υπάρχει η ευρέως διαδεδομένη άποψη ότι η θεραπεία δεν είναι αποτελεσματική, κάτι που δεν ισχύει. Θεραπείες υπάρχουν και είναι αποτελεσματικές! Το μόνο συστατικό που χρειάζονται είναι η θέληση του ατόμου, και το κίνητρό του για να βγει από τον εθισμό, όποιας μορφής και εάν είναι αυτός.

Συμπεράσματα:

            Καταληκτικά, οι εθισμοί έχουν βιολογική, γενετική, ψυχολογική και κοινωνική πτυχή- ο συνδυασμός αυτών των παραγόντων θα οδηγήσει στην έκφραση του εθισμού. Μπορούν να υπάρχουν πολλά αντικείμενα εθισμού- από ουσίες μέχρι συμπεριφορές. Χρήση δεν σημαίνει κατάχρηση ή εθισμός, και η έννοια του εθισμού χαρακτηρίζεται από το πόσο η εκάστοτε συμπεριφορά επηρεάζει αρνητικά την ζωή του ατόμου και την καθημερινότητά του. Υπάρχει θεραπεία για κάθε είδους εθισμό.
            Όλοι μπορεί σε έναν βαθμό να είμαστε εθισμένοι σε κάτι- παρότι δεν μας αρέσει το άκουσμα της λέξης. Μπορεί κανείς να έχει περάσει περιόδους που έκανε σε υπερβολικό βαθμό κάποια συμπεριφορά (π.χ. ένας νέος να καταναλώνει υπερβολικό αλκοόλ για ένα καλοκαίρι, ή ένας έφηβος να παίζει ασταμάτητα στον υπολογιστή για μέρες συνεχόμενα), αυτό όμως δεν τον καθιστά εθισμένο καθαυτά. Καλό είναι ο καθένας να ελέγχει τις προσωπικές του συνήθειες και το κατά πόσο αυτές ξεφεύγουν από το προσωπικό μέτρο (όλα με μέτρο είναι εντάξει, οι υπερβολές οδηγούν σε εθισμό). Βέβαια, μπορεί στον καθένα να τύχει να περάσει μια δύσκολη περίοδο και να ξεπεράσει τα προσωπικά του όρια- καλό θα ήταν να μην κατακρίνετε αυτό! Ως σύνολο, καλό θα ήταν να μην κατακρίνουμε τον εθισμό ως έννοια και τον εθισμένο ως άτομο. Επίσης καλό θα ήταν όταν βλέπουμε μια συμπεριφορά που μπορεί να αγγίζει τα όρια του εθισμού στον εαυτό ή στο κοντινό μας περιβάλλον να προτρέπουμε (τον εαυτό ή άλλους) σε θεραπεία για την λύση της πηγής του ζητήματος!

Βιβλιογραφία

Erickson, C., K. (2007). The Science of Addiction, From Neurobiology to Treatment. New York, USA, W. W Norton & Company
Agrawal, A., Verweij, K. J. H., Gillespie, N. A., Heath, A. C., Lessov-Schlaggar, C. N., Martin, N. G., ... & Lynskey, M. T. (2012). The genetics of addiction—a translational perspective. Translational psychiatry, 2(7), e140.
Krawczyk, N., Veloso Filho, C. L., & Bastos, F. I. (2015). The interplay between drug-use behaviors, settings, and access to care: a qualitative study exploring attitudes and experiences of crack cocaine users in Rio de Janeiro and São Paulo, Brazil. Harm reduction journal, 12(1), 24.
Marazziti, D., Presta, S., Baroni, S., Silvestri, S., & Dell'Osso, L. (2014). Behavioral addictions: a novel challenge for psychopharmacology. CNS spectrums, 19(06), 486-495.
Leeman, R. F., & Potenza, M. N. (2013). A targeted review of the neurobiology and genetics of behavioural addictions: an emerging area of research. The Canadian Journal of Psychiatry, 58(5), 260-273.
Chopra, D., Simon, D., (2009). Απελευθερωθείτε από τους Εθισμούς, Αθήνα, Εκδόσεις Π. Ασημάκης


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου